-
1 πεντα-τάλαντος
πεντα-τάλαντος, fünf Talente schwer, auch πεντετάλαντος geschrieben, w. m. s.
-
2 πεντε-τάλαντος
πεντε-τάλαντος, = πεντατάλαντος; δίκη, Ar. Nubb. 748. 764; οὐσία, Is. 7, 19; Dem. 27, 62, fünf Talente werth.
-
3 πεντε-και-δεκα-τάλαντος
πεντε-και-δεκα-τάλαντος, οἶκος, Dem. 28, 11, ein Vermögen von funfzehn Talenten.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-τάλαντος
-
4 πεντηκοντα-τάλαντος
πεντηκοντα-τάλαντος, funfzig Talente werth (?).
-
5 πολυ-τάλαντος
πολυ-τάλαντος, viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισϑός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίϑος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.
-
6 τρι-τάλαντος
τρι-τάλαντος, von drei Talenten, drei Talente werth, schwer; βάρος, Ar. Lys. 338; οἶκος, Isae. 3, 8; vgl. Lob. Phryn. 547.
-
7 χῑλιο-τάλαντος
χῑλιο-τάλαντος, tausend Talente schwer od. werth; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.
-
8 δι-τάλαντος
δι-τάλαντος, zwei Talente schwer, werth; ἡμιπλίνϑια σταϑμὸν διτάλαντα Her. 1, 50; 2, 96; οἶκος Dem. 27, 64.
-
9 δεκα-τάλαντος
δεκα-τάλαντος, von zehn Talenten, λίϑος, zehn Talente schwer, Ar. bei Poll. 9, 53; δεκατάλαντον καταφαγών Men. Poll. 9, 76; δίκη Aesch. 2, 99; δωρεαί Luc. Tim. 12.
-
10 ἀ-τάλαντος
ἀ-τάλαντος (τάλαντον, α copulat.), 1) gleichwiegend, gleich; Hom. oft, z. B. ἀτάλαντος Ἄρηι Iliad. 2, 627, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ 2, 651, ϑεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος 17, 477, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε 11, 200, ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13, 795, νυκτὶ ϑοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια 12, 463. – 2) im Gleichgewicht schwebend, Arat. 22.
-
11 ἀντι-τάλαντος
ἀντι-τάλαντος ( τάλαντον), gleichwiegend.
-
12 ὀγδοηκοντα-τάλαντος
ὀγδοηκοντα-τάλαντος, achtzig Talente betragend, werth, οἶκος, Lys. 26, 22.
-
13 ὁμο-τάλαντος
ὁμο-τάλαντος, Erkl. der Gramm. von ἀτάλαντος.
-
14 ἑπτα-τάλαντος
ἑπτα-τάλαντος, von sieben Talenten, Themist.
-
15 ἑκατον-τάλαντος
ἑκατον-τάλαντος, hundert Talente schwer oder werth, Ar. Equ. 442.
-
16 ἑκ-και-δεκα-τάλαντος
ἑκ-και-δεκα-τάλαντος, von sechszehn Talenten, γύναιον Men. bei Gell. 2, 23.
-
17 ἰσο-τάλαντος
ἰσο-τάλαντος, gleich an Gewicht, Eust.
-
18 τάλαν
τάλαν, gen. τάλανος, auch τάλαντος, Hippon. bei Choerob. in B. A. 1421, duldend, leidend, bes. duldsam, viel zu ertragen fähig, dah. zuweilen im tadelnden Sinne, dreist, frech, wie auch Od. 18, 327. 19, 68 von den Alten erkl. wird. in welchen beiden Stellen der voc. τάλαν steht; ἀνάγκαις ταῖςδ' ἐνέζευγμαι τάλας, Aesch. Prom. 108; οἲ ἐγὼ τάλαινα συμφορᾶς κακῆς, Pers. 437; μητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρός, Spt. 1023, u. öfter, wie Soph., bes. ἀπόλλυμαι τάλας, z. B. Phil. 311; ἁ τάλαινα διάβορος νόσος, Trach. 1074; ἔρις, Eur. Hel. 255; ἴϑ' εἰς φυγὰν τάλαιναν, Phoen. 1704; Ar. oft, bes. ὦ τάλαν, freundliche Anrede, Lys. 910 u. sonst, wie ὦ τάλαινα, Eccl. 242; τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεως, Plut. 1044; selten in Prosa, Xen. Cyr. 4, 6, 5; – compar. ταλάντερος, ταλάντατος, Ar. Plut. 684. 1060. – [Theocr. 2, 4 ist in τάλας die letzte Sylbe kurz gebraucht.]
-
19 ἀντιτάλαντος
-
20 ἀτάλαντος
ἀ-τάλαντος, (1) gleichwiegend, gleich. (2) im Gleichgewicht schwebend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ισοτάλαντος — η, ο (Μ ἰσοτάλαντος, ον) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ τάλαντος, ομο τάλαντος] … Dictionary of Greek
κρυψοτάλαντος — κρυψοτάλαντος, ον (Α) αυτός που κρύβει, που δεν εκδηλώνει το ταλέντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψο (βλ. κρυπτ[ο] ) + τάλαντος (< τάλαντον), πρβλ. α τάλαντος, πολυ τάλαντος] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
ομοτάλαντος — ὁμοτάλαντος, ον (Α) ισότιμος, ισοβαρής, ισοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τάλαντον «μονάδα βάρους» (πρβλ. ισο τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει αξία δεκαπέντε ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + τάλαντον (πρβλ. τρι τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… … Dictionary of Greek
πεντηκοντατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πολυτάλαντος — η, ο / πολυτάλαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος νεοελλ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα αρχ. 1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων 2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος… … Dictionary of Greek
τριτάλαντος — ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος τριών ταλάντων, που ζυγίζει τρία τάλαντα 2. αυτός που αξίζει τρία τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριτάλαντον χρηματικό ποσό τριών ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
χιλιοτάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
talant — TALÁNT, talanţi, s.m. 1. Unitate de măsură pentru greutăţi, de mărime variabilă, folosită în Grecia antică. 2. Monedă de aur sau de argint, cu valoare variabilă, folosită în Grecia antică. – Din sl. talanŭtŭ. Trimis de LauraGellner, 23.06.2004.… … Dicționar Român