-
1 τάγυρι
A little bit, morsel, .--Theognost. Can. 120 cites it as a noun ending in ι; ταγύρια is perh. corrupt in Hsch. -
2 τάγυρι
-
3 ταγυρι
См. также в других словарях:
τάγυρι — τὸ, Α άκλ. το ελάχιστο, το παραμικρό («μαθόντι μηδὲ τάγυρι μουσικῆς», Εύπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ. πιθ. εσφαλμένη] … Dictionary of Greek