-
1 ελαφρόν
-
2 ἐλαφρόν
-
3 ἐλαφρὸν
легкоеἐλαφρόνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλαφρὸν
-
4 ἐλαφρόν
легкоеἐλαφρὸνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλαφρόν
-
5 ἐλαφρός
ἐλαφρός (ᾰ coni.)1 light, easy ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν ( ἐλαφρὰν ὁρμὰν codd.: transp. Turyn: ἐλαφρὸν ὁρμὰν byz.) N. 5.20 ἐλαφρὸν ὄρχημοἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* c. inf.,εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν N. 7.77
σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (coni. Sandys: τε λάβρον codd.) N. 8.46 adv.,φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
-
6 ελαφρος
3, редко Pind. 21) легкий (по весу), легковесный(λᾶας Hom.; τὸ μὲν βαρύ, τὸ δ΄ ἐλαφρόν Plat.)
2) легкий, проворный, подвижный, резвый(ποσσί Hom. и ποδί Aesch.; πούς Arst.)
3) бодрый(ἡλικία Xen.; οἱ ἐλαφρότατοι τῶν ὁπλιτῶν Plut.)
4) легковооруженный5) легкий, нетрудныйἐλαφρόν (ἐστιν) παραινεῖν Aesch. — давать советы легко;οὐκ ἐν ἐλαφρῷ εἶναι Theocr. — быть трудным, тягостным6) (= εὔπεπτος См. ευπεπτος) легкий, удобоваримый(βρώματα καὴ πόματα Plut.)
7) легкий, несильный(λύσσα Aesch.; ἀτυχήματα Arst.)
8) небольшой, незначительный(πόλεις, ποταμός Polyb.)
9) маловажныйἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι Her. — не придавать чему-л. большого значения
10) ласковый, кроткий(ἐ. καὴ εὐήθης Plat.; ἐλαφρότατος καὴ μετριώτατος Isocr.)
11) легкомысленный, ветреный(πλῆθος Polyb.)
12) (на что-л.) скорый(ἐν τῷ κολάζειν Plut.)
13) умеющий, искусный(εἴρειν στεφάνους Pind.)
-
7 πούς
1 footaὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95
εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.65
ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15
πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.36
ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72
κούφοισιν ἐκνεῦσαι ποσίν O. 13.114
δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23
καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42
ποσσὶ γὰρ κράτεσκε i. e. in running N. 3.52 ( αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν talons N. 3.81ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (sc. νικηφόρων) N. 8.47οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63
στέφανοι χερσὶ νικάσαντ' ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” I. 8.37 ποδὶ κροτέο[ντι (sc. γᾶν) Πα.. 1. Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο *fr. 107a. 3.* ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν Θρ... σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (of Scythians eating a horse) fr. 203. 3.b foot of a hill.Στροφίον Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36
Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ N. 4.54
c met. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (ἵν' εἴπῃ ὅτι προσήρμοσται αὐτῷ τὰ προειρημένα δαιμονίως Σ.) O. 6.8ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
esp., c. prep.,γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἶμεν αἴσας P. 3.60
καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. my immediate concern P. 8.32 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούῃ, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός i. e. immediate P. 10.62 τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (τὸ πηδάλιον Σ.) N. 6.55 βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (ἐκποδὼν ἀφελκύσας Σ.) N. 7.67τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12
-
8 ὑπερείδω
1 put under as a support, set up σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν ( τ' ἐλαφρὸν Sandys: τε λάβρον codd.) N. 8.47 -
9 ἐλαφρός
A light in weight, τόν οἱ ἐ. ἔθηκε (sc. λᾶαν) Il.12.450;ξύλου ἐλαφρότερα Hdt.3.23
;πῦρ Parm.8.57
; opp. βαρύς, Pl.Ti. 63c, etc.; in Epitaphs, γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν 'sit tibi terra levis', Epigr.Gr.195 ([place name] Vaxos), cf. Sammelb. 315. Adv., τά (sc. δένδρεα)οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240
.2 light to bear, easy, ; ;πόνος-ότερος ἑαυτοῦ συνηθείῃ γίνεται Democr.241
: later, [comp] Comp.ἐλαφρώτερον ἄλγος Max.173
; ἐλαφρόν [ ἐστι] 'tis light, easy, Pi.N.7.77, A.Pr. 265, etc.; easy to understand, [προβλήματα] ἐ. καὶ πιθανά Plu.2.133e
, cf. D.Chr. 18.11; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαί τι to make light of a thing, Hdt.3.154;οὐκ ἐν ἐ. ποιεῖσθαι Id.1.118
; οὐκ ἐν ἐ. no light matter, Theoc.22.212. Adv. -ρῶς, φέρειν ζυγόν to bear it lightly, Pi.P.2.93.3 light of digestion, Plu.2.137a.5 [voice] Act., ease-giving, B.Fr.8, Theoc.2.92.II light in moving, nimble, γυῖα δ' ἔθηκεν ἐ. Il.5.122;ἦ μάλ' ἐ. ἀνήρ 16.745
;ἐλαφρότατος ποσσί 23.749
; χεῖρες.. ἐπαΐσσονται ἐ. ib. 628;κίρκος.. ἐλαφρότατος πετεηνῶν 22.139
, Od.13.87; [ἵπποι] ἐλαφρότατοι θείειν 3.370
;ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς A.Pr. 125
(anap.); ἐ. ποδί ib. 281 (anap.);γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν Pi.N.5.20
;ἐ. ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι Call.
Fr.anon. 391; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, X.Mem.3.5.27; ἐλαφροί, οἱ, light troops, Id.An.4.2.27 (restricted to cavalry who fight at close quarters, Ascl.Tact.1.3): metaph., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας made them easier in condition, Epigr.Gr.905 ([place name] Gortyn). Adv. - ρῶς nimbly, Ar.Ach. 217;ὀρχεῖσθαι πυρρίχην X.An.6.1.12
.III metaph., light-minded, unsteady, fickle, πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐ. Plb.6.56.11; ἐ. λύσσα light-headed madness, E.Ba. 851.IV Ἐλαφρός· Ζεὺς ἐν Κρήτῃ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφρός
-
10 ἀ-βάπτιστος
ἀ-βάπτιστος, 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben ἀπερίτρεπτος, Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. σῶμα ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.
-
11 ὁρμή
ὁρμή, ἡ (ΟΡ), heftiger Andrang, Angriff, Anfall; eines Kämpfers, Il. 9, 355; eines wilden Thieres, 11, 119; ἔγχεος ὁρμή, der Andrang, die Gewalt des geschleuderten Speeres, 5, 118; Hes. Sc. 365. 456; πυρὸς ὁρμή, die Gewalt des Feuers, Il. 11, 157; κύματος ὁρμή, der Wogenandrang, Od. 5, 320; ἔχω γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν, d. i. ich kann schnell laufen, Pind. N. 5, 20; μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ, Soph. Ant. 135, von dem Angriffe des Kapaneus; καϑ' ὁρμὴν δρᾶν, mit einem Anlauf, bereitwillig, Phil. 562; πυρός, ποδός, Eur. Troad. 1081 El. 112; übh. der Anschlag, das Unternehmen, Soph. El. 1502, Schol. erkl. ἐπιχείρησις; Eur. ὁρμὴν ἂν λάβοις τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Suppl. 1050; der Angriff im Kriege, Her. 1, 11; der Aufbruch zum Marsch, Xen. An. 2, 1, 3; der Zug selbst, οὐκ ᾔδει τὴν ἐπὶ βασιλέα ὁρμήν, 3, 1, 10; Folgde, wie Pol. – Der innere Drang, Antrieb, Eifer, ἐπεὶ δαιμονίη τις γίγνεται ὁρμή, Her. 7, 18; ἐπὶ μείζω τις αὐτὸν ἄγοι ὁρμὴ ϑειοτέρα, Plat. Phaedr. 279 a; καλὴ καὶ ϑεία ἡ ὁρμὴ ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους, Parmen. 135 d; ἐναντίαν ὁρμὴν ὁρμηϑείς, Polit. 273 a; ὁρμη ἐπιπίπτει τινί c. inf., Thuc. 4, 4; εἰς τοῦ τὰ δέοντα ποιεῖν ὁρμὴν προτρέψαι, Jem. Luft machen, seine Pflicht zu thun, Dem. 18, 246, wie Pol. sagt ὁρμὴν παραστῆσαί τινι εἰς τὸ ποιεῖν τι, für »Einen zu dem Entschluß bewegen, Etwas zu thun«, 2, 48, 5; ἐνέπεσέ τις ὁρμή τινι, es kam ihn die Luft an, 35, 5, 1; auch der Anfang, ἐξ ἄλλης ὁρμῆς, von Neuem, 28, 29, 8; Sp., κατακοσμήσω τὴν ψυχὴν ὁρμῇ πρὸς τὰ σεμνότατα, Luc. Somn. 10; oft bei Plut.
-
12 ὅς-τις
ὅς-τις, ἥ-τις, ὅ, τι (mit der Diastole zu schreiben, zum Unterschiede von ὅτι, s. unten), gen. οὗτινος, ἡςτινος u. s. w., u. ὅτου ὅτῳ (u. plur. ὅτων, ὅτοισι, doch selten); bei Hom. lautet das masc. auch ὅτις, Od. 16, 307 u. öfter, neutr. ὅ, ττι; gen. ὅττεο, 1, 124. 22, 377, ὅττευ, 17, 121, u. ὅτευ, 17, 421. 19, 77, wie Her. (nie ὅτου); dat. ὅτεῳ, Od. 2, 114, was zweisylbig zu sprechen ist Il. 12, 428. 15, 664, u. so auch Her.; acc. ὅτινα, Od. 8, 204. 15, 395; gen. plur. ὅτεων, 10, 39; Her. 8, 65; dat. ὁτέοισιν, Il. 15, 491; Her. 2, 82, der auch das fem. ὁτέῃσιν hat; accus. ὅτινας, Il. 15, 492; ὥτινες ist eine v. l. Od. 4, 61, aber wahrscheinlich falsch; – zunächst – 1) indirectes Fragewort, welcher, welche, welches; ἔσπετε νῦν μοι, Μοῦσαι, ὅςτις δὴ πρῶτος ἀνδράγρια ἤρατο, Il. 14, 509; ὥς μοι ἐξονομήνῃς, ὅςτις ὅδ' ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνήρ, wer der Achäer. da ist, 3, 166, vgl. 192; ϑεῶν ἐν γούνασι κεῖται, ὅςτις ἐν ἀμφιάλῳ Ἰϑάκῃ βασιλεύσει Od. 1, 400, u. öfter so mit dem indic., den die Griechen aus der directen Frage gewöhnlich in die indirecte hinübernehmen; so auch Tragg.: ὁ δ' οὖν ἐρωτᾶτ', αἰτίαν καϑ' ἤντινα αἰκίζεταί με, Aesch. Prom. 226; σήμαιν' ὅ, τι χρὴ σοὶ συμπράττειν, 295; Eum. 58 u. öfter; οὐ γὰρ οἶ. σϑά μ' ὅντιν' εἰςορᾷς, Soph. Phil. 249; κοὐ βλέπεις, ἵν' εἶ κακοῦ, οὐδ' ὅτων οἰκεῖς μέτα, O. R. 414; ὅςτις ἦν ὁ μῦϑος αὖϑις εἴπα τε, Ant. 1175; u. in Prosa, μανϑάνομεν οὖν ὅ, τι νῦν ἡμῖν ἐστι τὸ ξυμβαῖνον, Plat. Phil. 22 a, u. öfter, wie Folgde; doch folgt auch auf ein Präsens der conj., οὐκ ἔχειν, ὅτεῳ ζημιώσωσι, Her. 5, 87. – In directer Frage steht es nur in Beziehung auf eine unmittelbar vorangegangene Frage, ἀλλὰ τίς γὰρ εἶ; – ὅςτις, πολίτης χρηστός, eigtl. du fragst, wer? Ar. Ach. 569; τί δ' αὖ λέγει; ὅ, τι; 106; τί ποιεῖς; – ὅ, τι ποιῶ; τί δ' ἄλλο γ' ἤ –, Ran. 198, vgl. Eccl. 685. 1181 Plut. 462; τίνα γραφήν σε γέγραπται; ἥντινα; Plat. Euthyphr. 2 b. – 2) häufiger drückt es eine unbestimmte Allgemeinheit aus und unterscheidet sich von dem einfachen Relativum ὅς dadurch, daß es nicht auf ein bestimmtes Subject geht, sondern auf ein unbestimmtes, mehrfach bestimmbares; selten – a) c. indic.; in Beziehung auf ein vorangehendes Demonstrativum, ἄνωχϑι δέ μιν γαμέεσϑαι τῷ, ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁν-δάνει αὐτῇ, Od. 2, 114, wo ᾡ auf ein schon bestimmtes gehen würde, ὅτεῳ aber andeutet, daß keine Entscheidung getroffen: wen auch zu heirathen der Vater befiehlt; ταύτην, ἥτις ἀποστρέψει, Plat. Gorg. 509 b; häufiger mit Auslassung des Demonstrativs, βουλὴν δ' Ἀργείοις ὑποϑησόμεϑ' ἥτις ὀνήσει, Il. 8, 467; τιμὴν δ' Ἀργείοις ἀποτινέμεν, ἥντιν' ἔοικεν, Il. 3, 286; Ζεύς τοι δοίη, ὅ, ττι μάλιστ' ἐϑέλεις, Od. 14, 54, u. sonst; ἐλαφρόν, ὅςτις πημάτων ἔξω πόδα ἔχει, παραινεῖν, Aesch. Prom. 263; u. mit πᾶν, λέξω σοι πᾶν ὅ, τι χρῄζεις μαϑεῖν, 612; ὅςτις γὰρ εὖ δρᾶν εὖ παϑὼν ἐπίσταται, παντὸς γένοιτ' ἂν χρήματος κρείσσων φίλος, Soph. Phil. 668, öfter; Eur., u. in Prosa überall; τῆς ὀρϑῆς τυχεῖν παιδείας, ἥτις ποτέ ἐστιν, Plat. Rep. III, 416 c; μήτε διακονίαν μηδ' ἥντινα κεκτημένος, auch nicht irgend ein, Legg. XI, 919 d; ὅτῳ δοκεῖ ταῦτ' ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα, Xen. An. 3, 2, 9, u. A.; auch ἡγεμόνα αἰτεῖν, ὅςτις ἀπάξει, der da führen soll, Xen. An. 1, 3, 14; – προςκαλοῦμαί σ' ὅςτις εἶ, wer du auch bist, Ar. Vesp. 1406. – b) mit ἄν u. dem conj. der Allgemeinheit, in Beziehung auf die Gegenwart od. Zukunft; ἔρδειν (für imperat.) ὅ, ττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ, Il. 15, 148; ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, wer immer einen Meineid schwören wird, 19, 260; ϑεὸς δὲ τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει, ὅ, ττι κεν ᾧ ϑυμῷ ἐϑέλῃ, was er immer wollen mag, Od. 14, 445; ἅπας δὲ τραχύς, ὅςτις ἂν νέον κρατῇ, Aesch. Prom. 35; Folgde; πάσχειν ὅ, τι ἄν τῷ ξυμβῇ, Plat. Phaedr. 274 b; τίς (πόλις) ἡμᾶς δέξεται, ἥτις ἂν ὁρᾷ τοσαύτην ἀνομίαν Xen. An. 5, 7, 33; 6, 4, 18 u. öfter, u. sonst, wie bei den Rednern u. Sp. – c) auch der bloße conj. steht so; οὐτιδανὸς πέλει ἀνήρ, ὅςτις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέϑλων, Od. 8, 209; τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ' ἄνϑρωποι, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, 1, 351; γυναικὸς ἥτις ἄνδρα νοσφίσῃ, Aesch. Eum. 202. – d) in Beziehung auf die Vergangenheit u. in indir. Rede c. opt., ὅν τινα κιχείη, ἐρητύσασκε, Il. 2, 188; οὔτινα γὰρ τίεσκον, ὅτις σφέας εἰςαφίκοιτο, Od. 22, 404, womit man Stellen wie 12, 40 vergleiche, ἀνϑρώπους ϑέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰςαφίκηται; auch nach einem opt., μῦϑον, ὃν οὔ κεν ἀνήρ γε διὰ στομα πάμπαν ἄγοιτο, ὅςτις ἐπίσταιτο ἄρτια βάζειν, Il. 14, 91. 17, 640; ὅςτις ἀφικνοῖτο τῶν παρὰ βασιλέως πρὸς αὐτόν, πάντας οὕτως ἀπεπέμπετο, Xen. An. 1, 1, 5, öfter, u. sonst. – 3) zu bemerken ist, daß oft der sing. von ὅςτις auf einen plur. bezogen wird, τὰ ἐπιτήδεια, ὅτῳ τις ἐπιτυγχάνοι, Xen. An. 4, 1, 9, wie das obeu angeführte Beispiel 1, 1, 5 u. sonst. – Auch allein stehend, wie quicunque Plat. Hipp. mai. 282 d; ἀφ' ἧςτινος τέχνης, Paus. 2, 9, 7; τόπον ὅντινα εἰπών, Luc. Gall. 16. So besonders mit οὖν verstärkt, καὶ ἄλλος ὁςτιςοῦν, wer es auch sein mag, irgend ein anderer, Plat. Conv. 198 b u. öfter; ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην, Prot. 323 a; u. mit ἄν u. conj., μηδ' ἂν ὁςτιςοῦν τυγχανῃ ὤν, Euthyphr. 5 e; οὔτε διὰ φιλονεικίαν οὐδ' ἡντινοῦν, Lycurg. 5, u. A.; auch ὁςτιςδήποτε, Din. 1, 93; ὅςτις δήποτ' οὖν, Dem. u. a. Sp. – Wie in dem einfachen Relativum liegt darin auch – a) eine Folge, so daß es für ὥςτε zu stehen scheint, ἔστι τις οὕτως ἄφρων, ὅςτις οἴεται, Xen. An. 7, 1, 29; τίς οὕτως εὐήϑης, ὅςτις, Dem. 1, 15; Sp. – b) ein Grund, wie quippe qui, ὦ φῶς τελευταῖόν σε προςβλέψαιμι νῦν, ὅςτις πέφασμαι φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν, O. R. 1184, als ein solcher, welcher ich erzeugt bin, von dem ich nicht sollte erzeugt werden, d. i. weil ich unrechtmäßig erzeugt bin; vgl. O. C. 265; πῶς ἐγὼ κακὸς φύσιν ὅςτις παϑὼν μὲν ἀντέδρων, 272; ἦ μαίνεταί γε, ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον ἥκει, Aesch. Ag. 1035, vgl. 1373; – οὐδεὶς ὅςτις οὐ, jeder, οὐδὲν ὅ, τι οὐκ, alles, Her. 5, 97; Thuc. 7, 87 u. Folgde; wobei sich auch ein Adverbium findet, οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἂν ὑμῶν καϑ' ἡλικίαν πατὴρ εἴην, Plat. Prot. 317 c. –Ὅςτις μή, wer nicht etwa, es müßte denn, Plat. Prot. 324 b Gorg. 522 e. – Ὅ, τι, absolut, warum, weshalb, vgl. ὅτι. – Zuweilen tritt zwischen ὅς u. τίς eine Partikel, ἕκαστος, ᾧ μή τινι καὶ αὐτὸς ἔργῳ παρῆν, Thuc. 4, 14, so ὃς ἄν τις, Plat. u. Dem. – Ἅσσα oder ἅττα, = ἅτινα, s. besonders.
-
13 ἐλαφρός
ἐλαφρός, auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, leicht; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz βαρύς, Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; συμφορά Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσϑαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, schnell übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι ϑέειν Od. 3, 370; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔϑηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; πούς Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ ποδώκης Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; λύσσα Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῠσι Isocr. 12, 31; καὶ εὐήϑης Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας κοῦφος.
-
14 ύπνος
ο1) сон;βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;
στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;
απ' τον ύπνο — со сна;
παίρνω τον ύπνο — засыпать;
πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;
με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;
δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;
σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;
πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;
2) сновидение, сон;§ κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;
κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;
είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;
οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;
αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;
τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;
ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;
η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет
-
15 ἀναβάλλω
ἀναβάλλω med.,a strike up, the lyreεἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν, ἀναβάλεο N. 7.77
b postpone “ ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός” O. 1.80πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα N. 9.29
-
16 εἴρω
-
17 ἕκατι
ἕκᾱτι (1ϝεκ- O. 14.20
, I. 5.2 coni.: follows or precedes the noun it governs: cf. Leumann, Homerische Wörter, 255f.) prep. c. gen. because of, thanks toa of gods.Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
οὕνεκ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι i. e. because of Thalia, representing the Graces O. 14.20σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι ἕκατι χρυσαρμάτου Κάστορος P. 5.9
εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.15
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι for Aigina's sake N. 4.22 Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (Bergk: σέο γ' ἕκατι codd.) I. 5.2μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι I. 5.29
]Κλεὸς ἕκατι[ Πα. 7A. 7 = fr. 308 Schr. ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι (Wil., Hermann: δεκατιτας codd. Athenaei) fr. 123. 10.b of specific excellences.τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.58
ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν N. 8.47
ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι σαόφρονος Pae. 9.46
-
18 Κρής
Κρής pro subs., -
19 λάβρος
a of persons, impetuous, intemperate μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὥς, ἄκραντα γαρύετον (v. l. λάβρᾳ) O. 2.86χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
b of things, ravening, greedyδράκοντος λαβροτατᾶν γενύων P. 4.244
met., ἦν ὅτι νιν ( Τροίαν)πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.36
σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου P. 3.40
[ σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τε λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ( τ' ἐλαφρὸν coni. Sandys.) N. 8.46] -
20 λίθος
λῐθος (-ου, -ῳ, -ον; -ων.)1 stone ὕπερ/ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ (= Ταντάλῳ)λίθον O. 1.57
μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (Tric.: λίθινον codd.: of a stone altar) P. 4.206 εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν marble N. 4.81 ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός ( τὸν Ταντάλου coni. Heimsoeth) I. 8.10 met., σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τὸν ὕμνον. Σ.) N. 8.47
См. также в других словарях:
ἐλαφρόν — ἐλαφρός light in weight masc acc sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
болона — нарост на дереве , болонь верхний слой, мягкая кора дерева , укр. болона пленка, кожица , блр. болона, словен. blana пленка, пергамент , чеш. blana кожа , польск. bɫona пленка, тонкая кожица , диал. оконное стекло . Родственно греч. φολίς чешуя … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática … Wikipedia Español
PELTA — non minus ac Certa, breve scutum, parmabrevius et mobilius. Cetris enim non dissimiles Peltas fuisse Eruditi observant. Claud. Aelianus in Tacticis c. 2. Τούτοις γὰρ πέλτης μικρόν ἐςτι καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Suidas et Index vocum militar. Πέλτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… … Dictionary of Greek
παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… … Dictionary of Greek
τεναγίτις — ίτιδος, ἡ, Α επίθ. αβαθής, ρηχή («τεναγῑτιν ὅτ εἰς ἅλα κῶλον ἐλαφρὸν στήσας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέναγος + επίθημα ῖτις (πρβλ. τεμεν ῖτις)] … Dictionary of Greek
τρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ ων έχει σχηματιστεί με επίθημα ων, ωνος (πρβλ … Dictionary of Greek
τρηρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρόν, δειλόν, ταχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρήρων] … Dictionary of Greek
ωφρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρόν» … Dictionary of Greek
tu̯er-1 : tur- and tu̯r̥- — tu̯er 1 : tur and tu̯r̥ English meaning: to turn, whirl Deutsche Übersetzung: “drehen, quirlen, wirbeln”, also von lebhafter Bewegung ũberhaupt Note: from which partly tru Material: A. O.Ind. tváratē, turáti “ hurries “, tū… … Proto-Indo-European etymological dictionary