-
1 λάβρα
-
2 λάβρα
η жара, зной;. § φωτιά και λάβρα — а) нестерпимая жара; — б) страшная дороговизна
-
3 λάβρα
λάβροςfurious: neut nom /voc /acc pl -
4 λάβρα
kızma, kızışma -
5 λάβρακ'
λάβρᾱκα, λάβραξLabrax lupus: masc acc sgλάβρᾱκι, λάβραξLabrax lupus: masc dat sgλάβρᾱκε, λάβραξLabrax lupus: masc nom /voc /acc dual -
6 λαβράκων
λαβρά̱κων, λάβραξLabrax lupus: masc gen pl -
7 λάβρ'
λάβρα, λάβροςfurious: neut nom /voc /acc plλάβρε, λάβροςfurious: masc /fem voc sg -
8 λάβρακα
λάβρᾱκα, λάβραξLabrax lupus: masc acc sg -
9 λάβρακας
λάβρᾱκας, λάβραξLabrax lupus: masc acc pl -
10 λάβρακες
λάβρᾱκες, λάβραξLabrax lupus: masc nom /voc pl -
11 λάβρακι
λάβρᾱκι, λάβραξLabrax lupus: masc dat sg -
12 λάβρακος
λάβρᾱκος, λάβραξLabrax lupus: masc gen sg -
13 λάβραξ
λάβρᾱξ, λάβραξLabrax lupus: masc nom /voc sg -
14 λαύρα
λαύρα, ἡ, ep. u. ion. λαύρη, Straße, Gasse; Od. 22, 127. 136; κατὰ λαύρας, Pind. P. 8, 90; πυλίδες ἐπῆσαν, ὅσαιπερ αἱ λαῠραι, τοσαῠται τὸν ἀριϑμόν, Her. 1, 180; Μακεδονίης πάσας κατενίσατο λαύρας, Hermesian. bei Ath. XIII, 598 d, u. öfter bei Sp.; Hohlweg, Plut. Crass. 4. Auch = Stadtviertel, vicus. – Ueber Σαμιακὴ λ. s. nom. pr. – Rinnstein, Gosse, ἀμάραι, Moeris; τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας, Ar. Pax 99, vgl. 157. – Bei Sp., bes. K. S., ein ringsum eingeschlossener Ort, ein Kloster, wo auch λάβρα geschrieben wird.
-
15 λαύρα
η1) монастырь; лавра; 2) см. λάβρα -
16 λάβρος
a of persons, impetuous, intemperate μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὥς, ἄκραντα γαρύετον (v. l. λάβρᾳ) O. 2.86χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
b of things, ravening, greedyδράκοντος λαβροτατᾶν γενύων P. 4.244
met., ἦν ὅτι νιν ( Τροίαν)πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.36
σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου P. 3.40
[ σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τε λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ( τ' ἐλαφρὸν coni. Sandys.) N. 8.46] -
17 жара
-ы θ.καύσωνας, μεγάλη ζέστη, καύμα, κάψα, λάβρα, λιοπύρι. -
18 жарынь
-и θ. (απλ.) κάψα, λάβρα, λιοπύρι. -
19 λάβρος
Grammatical information: adj.Meaning: `furious, boisterous, violent, fierce' (Ion. poet., late prose).Compounds: Some compp., e. g. λαβρ-αγόρης `fierce boaster' (Ψ 479; Fraenkel Nom. ag. 2,94f.), κατά-λαβρος `very furious' (Eup. 293; after κατα-λαβεῖν?).Derivatives: Two fish-names: λάβρᾱξ, -ᾱκος m. `bass, Labrax lupus' (Alc., com.; Chantraine Formation 381, Björck Alpha impurum 262, Strömberg Fischnamen 34 f.; Thompson Fishes s. v.) with λαβράκιον (com.); λάβριχος (Böot., IIa); s. Lacroix Mél. Boisacq 2, 51. Abstracts: λαβροσύνη `furiousness, fierce arguing' (AP, Opp.; Wyss - συνη 71), λαβρότης `id.' (Ath.) with λαβροσιάων χορτασμοῦ ἀκόσμου H. Denomin. verbs: 1. λαβρεύομαι `discuss furiously' (Ψ 474 a. 478), prob. after ἀγορεύω (Risch 282 f.; acc. to Debrunner Mus. Helv.2,199 rather after μωμεύω, ἐπι-λωβεύω); 2. λαβρόομαι `rush violently' (Lyc.); 3. λαβράζω = λαβρεύομαι a. λαβρόομαι (Nic., Lyc.) with λαβράκτης = λαβραγόρης (Pratin. Lyr.5); 4. λαβρύσσει λαβρεύει, δειλαίνει (?) H.; cf. λαφύσσω a.o. (Debrunner IF 21, 244).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Of old connected with λαβεῖν, λάζομαι (improbable). Diff. suggestion by Schulze KZ 42, 233 (= Kl. Schr. 372): to Lat. rabies with old dissimilation (Schwyzer 258) like ἄκρος: aciēs, μακρός, macer: maciēs etc. The dissimilation would have to be older than the proth. vowel before ρ-; (improbable); cf. Bq s. v. Fur. compares λαμυρός `gluttonous' (208), λαφύσσω `swallow' (177), λαῦρος f.l. for λάβρος (242); uncertain. If λαβραξ is typical, it seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,66-67Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάβρος
См. также в других словарях:
λάβρα — η 1. μεγάλη ζέστη, καύσωνας: Η λάβρα του καλοκαιρινού μεσημεριού. 2. μτφ., ψυχική υπερδιέγερση, καημός: Έγινε λάβρα η ψυχή μου όταν τον είδα άρρωστο. 3. ακρίβεια ζωής: Ο λογαριασμός ήταν φωτιά και λάβρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάβρα — η 1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα 2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη 3. φρ. «φωτιά και λάβρα» α) αφόρητη ζέστη β) μεγάλη στενοχώρια, καημός γ) μεγάλη ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα … Dictionary of Greek
λάβρα — λάβρος furious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρακ' — λάβρᾱκα , λάβραξ Labrax lupus masc acc sg λάβρᾱκι , λάβραξ Labrax lupus masc dat sg λάβρᾱκε , λάβραξ Labrax lupus masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρίζω — [λάβρα] 1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό 2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι 3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα 4. (μτβ.) καίω, φλέγω 5. μέσ. λαβρίζομαι καίγομαι … Dictionary of Greek
λαβράκων — λαβρά̱κων , λάβραξ Labrax lupus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρ' — λάβρα , λάβρος furious neut nom/voc/acc pl λάβρε , λάβρος furious masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρακα — λάβρᾱκα , λάβραξ Labrax lupus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρακας — λάβρᾱκας , λάβραξ Labrax lupus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρακες — λάβρᾱκες , λάβραξ Labrax lupus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρακι — λάβρᾱκι , λάβραξ Labrax lupus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)