-
121 διαστασιάζω
A form into separate factions, ; τοὺς ἐποίκους.. πρὸς τοὺς εὐπόρους ib. 1306a3; τὸ πλῆθος, τὴν πόλιν, J.BJ1.11.5, Plu.Cam.36; set at variance,σῶμα καὶ ψυχήν J. BJ3.8.5
.II to be at variance, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους, Plb. 1.82.4, etc.;τινί D.C.54.17
;τοῖς ἀληθέσι Iamb.Myst.9.4
: abs., ib. 4.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστασιάζω
-
122 διαστατός
II having extension or dimension, σῶμα δ. τριχῇ Apollodor.Stoic.3.259, cf. Ph.1.8, etc.; opp. ἀμερής, Procl.Inst. 176;τὸ πάντῃ δ. Plu.2.1023b
;δ. πράγματα Dam.Pr. 375
. Adv. - τῶς dimensionally or in extension, Porph.Sent.33, Syrian, in Metaph.85.14; opp. νοερῶς, Procl. in Cra.p.55 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστατός
-
123 διάστροφος
διάστροφ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάστροφος
-
124 διατείνω
A stretch to the uttermost,δ. τὸ τόξον Hdt.3.35
; keep stretched out,τὴν χεῖρα Hp.Fract.8
;δ. τὰς χεῖρας ἐπί τι X.Cyr.1.3.4
;ἀράχνιον δ. πρὸς τὰ πέρατα Arist.HA 623a9
;τινὰ ὑπὲρ λεχέων AP5.54
(Diosc.):—[voice] Pass., extend,μία ἰδέα πάντῃ διατεταμένη Pl.Sph. 253d
.II intr., extend, Diog.Apoll.6;διὰ παντὸς τοῦ βίου Arist.EN 1172a23
;καθ' ἅπαν τὸ σῶμα Id.HA 503b21
; κατὰ τὸ συνεχὲς ἕως εἰς .. Plb.3.37.9; to continue,γένος διέτεινε λαμπρόν Plu.Marc.30
.2 δ. εἰς, ποτί τι, extend or relate to, concern, SIG569.11,38 (Halasarna, iii B. C.), cf. Plb.8.29.6;πρὸς τὰ ὅλα Id.9.5.4
.3 reach, arrive at, extend as far as,πρός.. Epicur.Ep.1p.13U.
, Plb.5.86.4, D.S.12.70, etc.; live until the time of,εἴς τινα Plu.Cat.Ma.15
.B [voice] Med. and [voice] Pass., exert oneself,τί οὖν.. διετεινάμην οὑτωσὶ σφοδρῶς; D.18.142
; at full speed,X.
Mem.4.2.23;θεῖν διατεταμένους Pl.R. 474a
; ἰέναι ib. 501c; πὺξ διατεινάμ ενος Theoc. 22.67; strain, exert the voice, Arist.Pol. 1336a39; διατείνεσθαι πρός τι exert oneself for a purpose, X.Mem.3.7.9; διετείναντο αὐτὸν μὴ εἰσελθεῖν prevented him from going in, Antipho 5.46;δ. τὰ κάλλιστα πράττειν Arist.EN 1169a9
.2 maintain earnestly, contend, δ. ὡς.. maintain stoutly that.., Pl.Sph. 247c, Thphr.HP3.18.7, CP4.6.1, etc.II in strict sense of [voice] Med., stretch oneself, Anaxan dr.41.67.2 to stretch out for oneself or what is one's own,δ. τὸ τόξον Hdt.4.9
; τὰ βέλεα ὡς ἀπήσοντες to have their lances poised as if they were about to throw, Id.9.18;διατεινάμενοι οἱ μὲν τὰ παλτὰ οἱ δὲ τὰ τόξα X.Cyr.1.4.23
;διατεταμένοι τὰς μάστιγας Plb.15.28.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατείνω
-
125 διατίθημι
Aδιετίθουν Antipho Trag.1
:— arrange each in their several places, distribute, τὰ κρέα, in sacrificing, Hdt.1.132;τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δ' ἐπ' ἀριστερά Id.7.39
;ᾗπερ οἱ θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα X.Mem.2.1.27
;δ. οἶνον εἰς ὀστράκια Arist.HA 594a11
.II manage well or ill, usu. with Adv.,κράτιστα δ. τὰ τοῦ πολέμου Th.6.15
;καλὸν πρᾶγμα κακῶς δ. D.19.88
; of persons, δ. ἑωυτὸν ἀνηκέστως treat himself barbarously, Hdt.3.155:—[voice] Pass., οὐ ῥᾳδίως διετέθη he was not very gently handled, Th.6.57; ἀπόρως διατεθέντας reduced to helplessness, Lys.18.23;ἀθλίως διατιθέμενος Pl.Criti. 121b
;σῶμα διατεθειμένῳ κακῶς Men.591
.2 c. acc. pers., with Advbs., dispose one so or so,ὅταν οὕτω διαθῇς τοὺς Ἕλληνας Isoc.5.80
;οὕτω διαθεὶς.. τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας D.18.168
;δ. τινὰς ἀπίστως πρὸς ἡμᾶς αὐτούς Id.20.22
;τὸν ἀκροατὴν δ. πως Arist.Rh. 1356a3
:—[voice] Pass., to be disposed in a certain manner, , Isoc.8.14;οἰκειότερον διατεθῆναί τινι Id.12.160
;τὸν εἰρημένον τρόπον Arist.Pol. 1302a35
; ἐρωτικῶς δ., of animals, Pl.Smp. 207c, cf. Longus1.15 ( διάκειμαι is more usu. as [voice] Pass. in this sense).III set forth, of speakers, minstrels, etc., recite,κακῶς ποιήματα Pl.Chrm. 162d
, cf. Lg. 658d; cf. B. 6.2 describe, Str.1.1.16, etc.B [voice] Med., arrange as one likes, dispose of,τὴν θυγατέρα X.Cyr. 5.2.7
;τὰ σώματα ἐπονειδίστως δ. Isoc.12.140
;οὔθ' ὅσ' ἂν πορίσωσι.. ταῦτ' ἔχοντες διαθέσθαι D.2.16
;εἰς καλὸν δ. τὰ πεπραγμένα Luc.Hist. Conscr.51
, cf. Merc.Cond.25; spend,δ. τὰς οὐσίας εἴς τι Plb.20.6.5
: metaph.,τὸ πλεῖον τῆς ὀργῆς εἴς τινα Id.16.1.2
.2 dispose of one's property, devise it by will, Is.3.68;τὴν οὐσίαν ἑτέρῳ Id.7.1
; δ. διαθήκας, διαθήκην, make a will, Lys.19.39, Pl.Lg. 922c: abs., ibid., Lys. 6.41; intestate,Arist.
Pol. 1270a28;ὁ δ.
the testator,Ep.Hebr.
9.16.3 dispose of merchandise,φόρτον Hdt. 1.1
, 194, cf. X.An.7.3.10, Ath.2.11; ;ἔλαιον καὶ κίκι PRev.Laws48.4
(iii B. C.);δ. τὴν ὥραν καὶ τὴν σοφίαν X.Mem.1.6.13
;δ. τι τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31
.4 arrange or settle mutually, δ. διαθήκην τινί make a covenant with one, Ar.Av. 439;δ. διαθήκην πρός τινα Act.Ap.3.25
; ἔριν δ. ἀλλήλοις settle a quarrel, X. Mem.2.6.23;ὡμολόγνσαν καὶ διέθεντο ὀφείλειν IG12(7).67.58
([place name] Amorgos).6 set forth, recite, λόγους, δημηγορίαν, etc., Plb.3.108.2, D.H.11.7, cf. D.S.12.17;πολλοὺς ἐπαίνους τινῶν D.H.3.17
;δ. ῥῆσιν ἐφ' ἑαυτοῦ Luc.Herm. 1
.b Gramm., διατιθέναι and - τίθεσθαι to act and be acted upon, A.D.Synt.12.15; τὸ διατιθέν and τὸ διατιθέμενον subject and object, ib.127.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατίθημι
-
126 διαψύχω
2 air, dry and clean,ναῦς Th.7.12
, cf. Luc.Cont.23, etc.: metaph. of misers bringing out their hoards, X.Cyr.8.2.21.3 [voice] Pass., become dry, i.e. unfruitful,ἵνα μὴ ἡ γῆ διαψῠγῇ PSI6.603.11
(iii B. C.).4 f.l. for διαψήχω in Plu.Lys.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαψύχω
-
127 διέρχομαι
διέρχομαι, [tense] fut. διελεύσομαι (but δίειμι is used in [dialect] Att. as [tense] fut., and διῄειν as [tense] impf.): [tense] aor. διῆλθον:—A go through, pass through, abs.,ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος Il.23.876
, etc.: c. gen., φάτο.. ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι ..Αἰνείαο 20.263
, cf. 100;σφαγῶν διελθὼν ἰός S.Tr. 717
;δ. διὰ τῆς νήσου Hdt.6.31
; διέρχεται ἅπαντα διὰ τούτου Ar.Av. 181;δ. διὰ πάντων Act.Ap.9.32
;εἰ σῶμα οὖσα ἡ ψυχὴ.. διῆλθε διὰ παντός Plot. 4.7.8
: c. acc., δ. πῶϋ, ἄστυ, Il.3.198, 6.392; θύρας (pl.) Lys.12.16;τὴν πολεμίαν Th.5.64
;τρεῖς σταθμούς X.An.3.3.8
.3 of reports,βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς S.Aj. 999
: abs., went abroad, spread,Th.
6.46, cf. X.An.1.4.7;κληδὼν γῆς διῆλθε S.Ph. 256
.4 of pain, shoot through one, ib. 743; of passion,ἵμερος δ. Ἡρακλῆ Id.Tr. 477
; ἐμὲ διῆλθέ τι a thought shot through me, E.Supp. 288.6 go through in detail, recount,λόγον Id.N.4.72
; ; ἃ διῆλθον the details I have gone through, Th.1.21; ὀλίγα διελθών a little further on, Pl.Prt. 344b;δ. περί τινος Isoc.4.66
,9.12, Pl.Prt. 347a;ὑπέρ τινος Plb.1.13.10
;πάντα μετὰ φρεσί h.Ven. 276
;πρὸς αὑτόν Isoc.11.47
;δ. τίς πολιτεία.. συμφέρει Arist.Pol. 1296b14
.II intr. of Time, pass, elapse,χρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Hdt.1.8
, cf. 3.152, D.23.153, Plb.20.10.17; τοῦ διεληλυθότος ἔτους the past year, BGU410.7 (ii A. D.), etc.;διελθουσῶν τῶν σπονδῶν Th.4.115
; having waited,E.
HF 957 codd. (fort. ὡς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέρχομαι
-
128 διοχετεύω
2 distribute by conduits, Luc.VH1.33:—[voice] Pass.,διωχετευμένων ὑδάτων D.S.20.8
: metaph. of the spinal cord,δ. διὰ τῶν σφονδύλων Ruf.Anat.7
.II in [voice] Pass., of a country, to be irrigated, Str.5.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοχετεύω
См. также в других словарях:
σῶμα — body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… … Dictionary of Greek
Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder … Deutsch Wikipedia