Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σῦν

  • 121 ξυννενημένων

    σύν-νέω
    swim: perf part mp fem gen pl
    σύν-νέω
    swim: perf part mp masc /neut gen pl
    σύν-νέω 3
    heap: perf part mp fem gen pl
    σύν-νέω 3
    heap: perf part mp masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > ξυννενημένων

  • 122 ξυνοιχήσεται

    σύν-οἴχομαι
    go: fut ind mid 3rd sg
    σύν-οἴχομαι
    go: fut ind mp 3rd sg
    σύν-οἰχέομαι
    aor subj mp 3rd sg (epic)
    σύν-οἰχέομαι
    fut ind mp 3rd sg

    Morphologia Graeca > ξυνοιχήσεται

  • 123 συνοιχήσεται

    σύν-οἴχομαι
    go: fut ind mid 3rd sg
    σύν-οἴχομαι
    go: fut ind mp 3rd sg
    σύν-οἰχέομαι
    aor subj mp 3rd sg (epic)
    σύν-οἰχέομαι
    fut ind mp 3rd sg

    Morphologia Graeca > συνοιχήσεται

  • 124 ξυνορχήσομαι

    σύν-ὀρχέομαι
    dance: aor subj mp 1st sg (epic)
    σύν-ὀρχέομαι
    dance: fut ind mp 1st sg
    σύν-ὀρχέω
    dance: aor subj mid 1st sg (epic)
    σύν-ὀρχέω
    dance: fut ind mid 1st sg

    Morphologia Graeca > ξυνορχήσομαι

  • 125 συγκαθηλούμενον

    σύν-καθηλόω
    nail on: pres part mp masc acc sg
    σύν-καθηλόω
    nail on: pres part mp neut nom /voc /acc sg
    σύν-καθηλόω
    nail on: pres part mp masc acc sg
    σύν-καθηλόω
    nail on: pres part mp neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > συγκαθηλούμενον

  • 126 συγκαθηψημένον

    σύν, κατά-ἑψάω
    perf part mp masc acc sg (attic ionic)
    σύν, κατά-ἑψάω
    perf part mp neut nom /voc /acc sg (attic ionic)
    σύν, κατά-ἑψέω
    perf part mp masc acc sg
    σύν, κατά-ἑψέω
    perf part mp neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > συγκαθηψημένον

  • 127 συγκαθηψημένων

    σύν, κατά-ἑψάω
    perf part mp fem gen pl (attic ionic)
    σύν, κατά-ἑψάω
    perf part mp masc /neut gen pl (attic ionic)
    σύν, κατά-ἑψέω
    perf part mp fem gen pl
    σύν, κατά-ἑψέω
    perf part mp masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > συγκαθηψημένων

  • 128 συγκαλλωπίζει

    σύν, κατά-λωπίζω
    uncover: pres ind mp 2nd sg
    σύν, κατά-λωπίζω
    uncover: pres ind act 3rd sg
    σύν-καλλωπίζω
    beautify the face: pres ind mp 2nd sg
    σύν-καλλωπίζω
    beautify the face: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > συγκαλλωπίζει

См. также в других словарях:

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • σύν — with. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συν — αρχαία πρόθεση 1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. 2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σῦν — ὗς the wild swine masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύν Ἀθηνᾷ, καὶ χεῖρα κίνου. — См. На Бога надейся, а сам не плошай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταποθῇ — σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταμορφῶν — σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc voc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc nom sg σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταχρῆται — σύν , κατά χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»