-
1 σιτολογία
σῑτολογ-ία, ἡ,A collecting of corn, foraging, Plb.3.100.6, D.S.20.42, Plu.Fab.8:—also [suff] σῑτολόγ-ιον, τό, Hdn.Epim. 237.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολογία
-
2 σιτολογικός
A of aσιτολόγος, διάγραμμα Sammelb.7450.13
(iii B.C.): Subst. [suff] σῑτολογ-ικόν, τό, fee paid to the σιτολόγος, POxy.740.22 (ii/ iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολογικός
-
3 σιτολογέω
A collect corn, forage, Plb.1.17.9, App.BC2.42, al.: c. acc.,σ. τὴν χώραν Plb.3.101.2
.II discharge the office of σιτολόγος, PSI4.412.3 (iii B.C.), etc.: c. acc.,τινὰς τόπους PGoodsp.Cair. 7.5
(ii B.C.); alsoσ. τὸν ἱππικόν PTeb.798.2
(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολογέω
-
4 σιτολογοπράκτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολογοπράκτωρ
-
5 σιτολόγος
σῑτολόγ-ος (parox.), ὁ,A collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr. 295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολόγος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский