-
1 σιτολόγος
σῑτολόγ-ος (parox.), ὁ,A collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr. 295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολόγος
-
2 σῑτολόγος
σῑτο-λόγος, Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragierend -
3 σιτολογικός
A of aσιτολόγος, διάγραμμα Sammelb.7450.13
(iii B.C.): Subst. [suff] σῑτολογ-ικόν, τό, fee paid to the σιτολόγος, POxy.740.22 (ii/ iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολογικός
-
4 σιτολογέω
A collect corn, forage, Plb.1.17.9, App.BC2.42, al.: c. acc.,σ. τὴν χώραν Plb.3.101.2
.II discharge the office of σιτολόγος, PSI4.412.3 (iii B.C.), etc.: c. acc.,τινὰς τόπους PGoodsp.Cair. 7.5
(ii B.C.); alsoσ. τὸν ἱππικόν PTeb.798.2
(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολογέω
-
5 σιτολογία
σῑτολογ-ία, ἡ,A collecting of corn, foraging, Plb.3.100.6, D.S.20.42, Plu.Fab.8:—also [suff] σῑτολόγ-ιον, τό, Hdn.Epim. 237.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτολογία
См. также в других словарях:
σιτολόγος — ὁ, ΜΑ στρατιώτης που μετείχε σε ομάδα συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, σε ξένη χώρα αρχ. ο φύλακας δημόσιας σιταποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + λόγος*] … Dictionary of Greek
σιτολογώ — έω, ΜΑ [σιτολόγος] συγκεντρώνω με διαρπαγή σιτηρά και άλλα τρόφιμα σε κατεχόμενη χώρα αρχ. είμαι σιτολόγος … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτολογία — ἡ, Α [σιτολόγος] η συγκέντρωση σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, από στρατό σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek
σιτολογικός — ή, όν, Α [σιτολόγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιτολόγο («σιτολογικὸν διάγραμμα», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτολογικόν η αμοιβή τού σιτολόγου … Dictionary of Greek
σιτολογοπράκτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που συλλέγει τις οφειλές για τον σιτολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτολόγος + πράκτωρ «εισπράκτορας φόρων»] … Dictionary of Greek
σιτολόγιον — τὸ, Α [σιτολόγος] η σιτολογία … Dictionary of Greek
συσσιτολογώ — έω, Α διατελώ υπάλληλος σιτολόγος μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σιτολογῶ «εκτελώ καθήκοντα σιτολόγου»] … Dictionary of Greek