-
1 σιμον
τό1) подъем, крутизнаπρὸς τὸ σ. Xen., Arst. — в гору;
ὑπερβάλλειν τὰ σιμά Xen. — преодолевать подъемы2) вздернутость или приплюснутость(τῆς ῥινός Xen.)
-
2 Σίμον
-
3 Σῖμον
-
4 σιμόν
σῑμόν, σιμόςsnub-nosed: masc acc sgσῑμόν, σιμόςsnub-nosed: neut nom /voc /acc sg -
5 σῑμός
σῑμός, 1) stumpfnasig, stülpnasig, mit einer oberwärts eingedrückten, unten aufgeworfenen Nase, wie die der Neger, Gegstz γρυπός; zuerst Her. 4, 23, nach dem alle Skythen σιμοί waren, wie nach Arist. probl. 33, 18 alle Kinder σιμοί sind; Ar. Eccl. 705; σιμότερος, 617; σιμὲ ῥίς, eine Stumpfnase, Plat. Theaet. 209 c; Theocr. 7, 79. 8, 50 nennt so auch die Bienen u. die Ziegen. – Well aber den stumpfnasigen Gesichtern ein gewisser spöttischer, schnippischer Ausdruck eigen ist, und die gerümpfte Nase immer die Gestalt der aufgeworfenen annimmt, so ist σιμὰ γελᾶν = mit gerümpfter Nase spöttisch lachen, Mel. 91 (V, 177); vgl. σιμὰ σεσηρὼς μυχϑίζεις, 52 (V, 179); u. so vom Eros, 95 (V, 178). – 2) auch von andern Dingen, aufwärts gebogen, bergan, acclivis; σιμὸν χωρίον, Ar. Lys. 288; πρὸς τὸ σιμὸν ἀνατρέχειν, Xen. Hell. 4, 3, 23; Cyn. 6, 5. – 3) übh. eingebogen, was eine Höhlung oder Vertiefung hat, γαστὴρ σιμή, ein hohler, eingebogener Bauch, s. Xen. Cyr. 8, 4, 21; τὰ σιμὰ τοῠ ἥπατος, der untere, einwärts gebogene Theil der Leber; dah. concav, im Ggstz des Convexen, κυρτός.
-
6 διαπεράσιμον
διαπερά̱σιμον, διαπεράσιμοςpenetrating: masc /fem acc sgδιαπερά̱σιμον, διαπεράσιμοςpenetrating: neut nom /voc /acc sg -
7 δράσιμον
δρά̱σιμον, δράσιμοςactivity: masc /fem acc sgδρά̱σιμον, δράσιμοςactivity: neut nom /voc /acc sg -
8 θηράσιμον
θηρά̱σιμον, θηράσιμοςto be hunted down: masc /fem acc sgθηρά̱σιμον, θηράσιμοςto be hunted down: neut nom /voc /acc sg -
9 καταράσιμον
καταρά̱σιμον, καταράσιμοςaccursed: masc /fem acc sgκαταρά̱σιμον, καταράσιμοςaccursed: neut nom /voc /acc sg -
10 περάσιμον
περά̱σιμον, περάσιμοςthat may be crossed: masc /fem acc sgπερά̱σιμον, περάσιμοςthat may be crossed: neut nom /voc /acc sg -
11 προς-ανα-βαίνω
προς-ανα-βαίνω, noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
-
12 σιμος
31) курносый или плосконосый(ἀνήρ Her.; παιδίον Arst.)
2) с тупой мордой, тупорылый(ἥ φύσις τῶν ἵππων τῶν ποταμίων Her.)
3) тупой или вздернутый(ῥίς Plat., Arst.)
4) поднимающийся вверх, идущий в гору(χωρίον Arph.; ὁδός Xen.)
5) вогнутый, впалый(ἥ γαστέρ τῶν ἀδείπνων Xen.). - см. тж. σιμά и σιμόν
-
13 питье
питьес1. (напиток) τό πιοτό, τό πο-τό[ν]·2. (действие) ἡ πόση [-ις], τό πιό-σιμον. -
14 сенсимонизм
-а α.σενσιμονισμός (ουτοπικός σοσιαλισμός του Σεν Σιμόν). -
15 προσαναβαίνω
A- βήσομαι X.Eq.Mag.1.2
:—go up, or mount besides, l. c.; of water-birds,π. πρὸς τὰς πέτρας Arist.HA 617a26
;π. πρὸς τὸ ὄρθιον D.C.39.45
; rise higher, as a swollen river, Plb.3.72.4; lying on a mountain side,Poll.
9.20: metaph., π. τῷ Ῥωμύλῳ go back as far as R., Plu.Thes.1.II c. acc. loci, climb, ascend,τὸ σιμόν Pl.Com.79
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναβαίνω
-
16 ὠκύσημον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκύσημον
-
17 ἔρυμαι
Grammatical information: v.Meaning: `keep off, protect, save' (Il.).Other forms: ( ἔρυσθαι, ἔρῡ-το, - σο), ἐρύομαι ( ἐρύεσθαι, ἐρύετο), also ῥύομαι, inf. ῥῦσθαι, aor. ἐρύσ(σ)ασθαι, ῥύσασθαι, fut. ἐρύσσομαι, ῥύσομαι; also with anlaut. εἰ-: εἴρῡτο, εἰρῠ́-αται, - ατο, - ντο, perhaps reduplicated perfects with present-meaning (inf. εἴρυσθαι); from there resp. through metrical lengthening εἰρύσσασθαι, εἰρύσσονται, εἰρύομαι; cf. also below; aor. pass. ἐρρύσθην (Ev. Luc. 1, 74, 2. Ep. Ti. 4, 17, Hld. 10, 7)Compounds: Details in Schwyzer 681 w. n. 1, Chantraine Gramm. hom. 1, 294f., Bechtel Lex. s. v. As 1. member: ἐρυ- in Έρύ-λαος, Έρύ-μας, - μηλος (also Εὑρυ-, either after εὑρύς or from Ϝερυ- (?); s. below and cf. Specht KZ 59, 36f.); ἐρῠσι- in ἐρυσίπτολις `protecting the town' (Ζ 305 a. e.), ' Ερυσί-χθων (s. v.); Aeol. Εὑρυσί-λαος (cf. above). ῥῡσί- e. g. in ῥῡσί-πολις (A. Th. 129 [lyr.] a. o.).Derivatives: ἔρῠμα n. `defence' (Il.), diminut. ἐρυμάτιον (Luc.); from there ἐρυμν-ός `for defence, protected' (Ion.-Att.) with ἐρυμνότης `defence-force' (X., Arist.), ἐρυμνόω `defend' (Agath.). ἐρυσμός `defence, protection' (h. Cer. 230). ἐρῠ́σιμον ( εἰ- metr. length.) name of a kind of mustard (Thphr., Dsc.), because of its protection (Strömberg Pflanzennamen 81); from *ἔρῠ-σις or directly from verb, cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 20. ῥυ̃̄τήρ m. `protector, watcher' (ρ 187, 223), ῥύ̄τωρ `id.' (A. Th. 318 [lyr.], AP); attempt at a semantic differentiation by Benveniste Noms d'agent 33 and 36. ῥύ̄σιος `saving' (A. Supp. 150 [lyr.], AP), after the adj. in - σιος (Chantraine Formation 41) or from ῥῦσις `saving' ( Epigr. Gr. 200 [Kos], LXX). ῥῦμα `defence' (Hp., trag.).Origin: IE [Indo-European] [1161] *u̯eru-, *u̯ruH-? `avert, ward off, protect, defend'Etymology: For the assumption of an orig. *Ϝέρυ-μαι speak notably the Skt. nouns varū-tár- m. `protector', várū-tha- n. `defence, protection' (with vr̥ṇóti `avert', Germ., e. g. Goth. warjan ` wehren' etc.). Doubts arise from the absence of a trace of a digamma in Homer; attempts for a solution in Solmsen Unt. 245ff. So we have two ablaut-degrees, Ϝερυ- and Ϝρῡ-, the last certain in εἴρῡται \< *Ϝέ-Ϝρῡ-ται etc. (cf. above), but further with unclear distribution. Esp. the general Ionic present εἰρύομαι, perhaps also for Εὑρυσί-λαος, one is prepared to assume vowel-prothesis, ἐ-Ϝερυ-, ἐ-Ϝρυ-, which is forbidden by modern insights: an unsolved problem. S. Solmsen l. c. - Against connection with Lat. servāre Solmsen l. c.Page in Frisk: 1,568-569Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔρυμαι
См. также в других словарях:
σιμόν — σῑμόν , σιμός snub nosed masc acc sg σῑμόν , σιμός snub nosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σῖμον — Σῖμος Flat nose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμόν Ζυλ — (Simon). Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός (1814 1896). Εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής και διακρίθηκε για τους δημοκρατικούς αγώνες του. Το 1852, αρνήθηκε ως καθηγητής της Σορβόνης, να δώσει τον όρκο που επέβαλε ο Ναπολέων Γ’, και αποχώρησε από τη … Dictionary of Greek
Σιμόν, Ριχάρδος — (Simon). Γάλλος ερμηνευτής της Γραφής (1638 1712). Είχε εξαιρετική μόρφωση. Ασχολήθηκε με το ιουδαϊκό πρόβλημα και κυρίως με τη μελέτη της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Το 1678 εκδόθηκε το βιβλίο του Κριτική ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης στο οποίο… … Dictionary of Greek
Βουέ, Σιμόν — (Simon Vouet, Παρίσι 1590 – 1649). Γάλλος ζωγράφος. Μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του Λοράν και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1613. Ταξίδεψε στην Αγγλία (1605), στην Κωνσταντινούπολη (1611) και στη Βενετία… … Dictionary of Greek
Μπολιβάρ, Σιμόν — (Simon Bolivar, Καράκας 1783 – Σάντα Μάρθα, Κολομβία 1830). Βενεζουελανός πατριώτης, στρατηγός και πολιτικός. Ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστές της χειραφέτησης της Νότιας Αμερικής από την ισπανική αποικιακή κυριαρχία. Από αριστοκρατική… … Dictionary of Greek
Αζαρίν, Σιμόν — (; – 1665). Ρώσος μοναχός στο μοναστήρι Τροΐτσα Σεργκιέβα, συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων. Με εντολή του τότε τσάρου συμπλήρωσε το ιστορικό έπος Η ζωή του απαράμιλλου Σεργκέι Ροντονέζκι. Στα έργα του συγκαταλέγεται και η Διήγηση για την… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Μέερ, Σιμόν — (Simon Van Der Meer,Χάγη 1925 –). Ολλανδός μηχανικός. Εξαιτίας της γερμανικής κατοχής και της αναστολής λειτουργίας των ολλανδικών πανεπιστημίων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του το 1945, σε ηλικία είκοσι ετών … Dictionary of Greek
Βέιλ, Σιμόν — I (Simone Weil, Γαλλία 1909 – Άσορντ Κεντ, Αγγλία 1943). Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και φυσική. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια φιλοσοφίας σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Γαλλίας και κατά τη διετία… … Dictionary of Greek
Βέστεϊκ, Σίμον — (Simon Vestdijk, Χάρλινγκεν 1898 – Ουτρέχτη 1971). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού πήρε το πτυχίο της ιατρικής στο Άμστερνταμ (1927), έκανεένα ταξίδι στις Ινδίες, ως γιατρός πλοίου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Από τους πιο… … Dictionary of Greek
Λαπλάς, Πιερ Σιμόν ντε- — (Pierre Simon de Laplace, Μπομόν αν Οζ 1749 – Παρίσι 1827). Γάλλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1767 μετέβη στο Παρίσι, μετά από πρόσκληση του Ζαν Μπατίστ ντ’ Αλαμπέρ. Εκεί αναδείχθηκε σε έναν από τους διασημότερους επιστήμονες της εποχής του… … Dictionary of Greek