-
1 σιαλίδιον
σῐᾰλ-ίδιον, τό,A v. σαλαΐδιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλίδιον
-
2 σιαλίζω
A slaver, foam, Archig. ap. Gal.13.170 ([etym.] σιελ-) ἦχοι.. σιελίζοντες noises in the throat with expectoration, Hp.Prorrh.1.114, cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλίζω
-
3 σιαλισμός
A flow of saliva, Gal.7.470 ([etym.] - ελ-), 16.146 ([etym.] - αλ-), Ruf. ap. Orib.8.24.64 ([etym.] - ελ-), Archig.ib.8.2.6 ([etym.] - ελ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλισμός
-
4 σιαλιστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλιστήριον
-
5 σίαλον
A spittle, saliva, Hp. Aph.7.16, Pherecr.69, X.Mem.1.2.54; σιάλῳ παιδία παραλείφειν Democrates ap.Arist.Rh. 1407a8.II synovial fluid, Hp.Carn. 10. [[dialect] Att. σίαλον, τό, Hellenic σίελος, ὁ, acc. to Moer.p.347 P.; the latter occurs LXXIs.40.15 (neut. σίελον cod.A), Aret.SD2.2, PMag.Par.1.132: pl. .] -
6 σιαλόω
-
7 σιαλώδης
A like slaver, slavering, Hp.Morb. Sacr.5, D.P.791.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλώδης
-
8 σιάλωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιάλωμα
-
9 σιελίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιελίζω
-
10 σίαλον
Grammatical information: n. (m.)Meaning: `spittle, slobber', metaph. `joint-fluid, synovitis' (Hp., Pherecr., X., Arist., hell. a. late).Derivatives: σιαλίς βλέννος (`slime') H., σιαλώδης `saliva-like' (Hp.), σιαλ-ίζω ( σιελ-) `to form spittle, slobber, to foam' (Hp., Archig.), - ισμός m. `waterbrash' (medic.), - ιστήριον n. `bridle-bit' (Gp.). Besides the verb σίαι πτύσαι (cod. πτῆσαι) Πάφιοι H. (cf. Schwyzer 752 n. 4).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Expressive-popular words as πτύαλον, πτύω, with which they have also genetically been connected; s. πτύω w. further lit. On the supposed but quite uncertain connection with Skt. kṣī́vati `spit' (Dhātup.) s. Wackernagel in Bechtel Dial. 1. 454 and Mayrhofer s. v. -- To be noted further the very rare and late attested σιαίνομαι, aor. σιάνθην `to meet antipathy, disgust' (pap. Vl--VIIp, H., Suid., Gloss.), σιαίνω `to cause antipathy' (sch.), which seems to be a transformation of the synonymous σικχαίνω, - ομαι (s. v.) after σίαι and similar unliterary forms. -- It cold derive from a Pre-Greek *syal-. S. also σίαλος.Page in Frisk: 2,699Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίαλον
-
11 σίαλος
Grammatical information: m.Meaning: `fat pig, porker', also appositive to σῦς `id.' (Hom., Q.S., Thphr ap. Porph.) with σιαλ-ώδης `porker-like, fat' (Hp.), - οῦται τρέφεται H.; also (metaph.) `fat, grease' (Hp. Acut. [Sp.] 37; cf. bel.).Other forms: Myc. sia₂ro.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Without convincing etymology. After Kretschmer Glotta 13, 132f. and 27, 24 cross of *σίς `swine' (cf. σίκα s. σῦς) and πίαλος, the last of which is however only a secondary byform of πιαλέος (s. πῖαρ). Other attempts: to Germ., e.g. OE Þwīnan `become weak, die away' (IE *tu̯ī- beside tā[i]- in τήκω; Lidén IF 19, 351 f.); to OCS ty-ti `become fat' (IE *tu-iă, -ī f. `fatness'; WP. 1, 706 asking; cf. Bechtel Lex. s.v.). Against the semant. possible identification of σίαλος `grease, lard' with σίαλον `spittle' (Lidén l.c.) speaks the primary σίαι πτύσαι; also the hapax σίαλος `grease' may have arisen through ellipsis of σίαλος `fat swine'; cf. e.g. Fr. veau `calb', also `calf (-calf-leather'). -- The word will almost certainly be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,700Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίαλος
См. также в других словарях:
σιάλ — το, Ν γεωλ. το επιφανειακό στρώμα τού στερεού φλοιού τής Γής, όπου τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων είναι το πυρίτιο, με σύμβολο Si, και το αργίλιο, με σύμβολο ΑΙ, στρώμα το πάχος τού οποίου φθάνει τα 15 χιλιόμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < sial < si… … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
σιαλικός — (I) ή, ό / σιαλικός, ή, όν, ΝΜΑ [σίαλον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίαλο, στο σάλιο νεοελλ. φρ. α) «άνω σιαλικός πυρήνας» ανατ. πυρήνας τού εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι προγαγγλιακές παρασυμπαθητικές ίνες που… … Dictionary of Greek
ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… … Dictionary of Greek
λιθόσφαιρα — Το εξώτατο και στερεό περίβλημα της Γης. Σύμφωνα με την υπόθεση του Γκόλντσμιτ σχετικά με την εσωτερική δομή της Γης, η λ. θα πρέπει να έχει πάχος περίπου 1.200 χλμ. και να αποτελείται στο κατώτερο μέρος της από σίμα (sima), δηλαδή από πυριτικά… … Dictionary of Greek
Μαύροι Πάνθηρες — (Black Panther Party). Επαναστατικό κίνημα, η πλήρης ονομασία του οποίου είναι Μαύροι Πάνθηρες για την Αυτοάμυνα (Black Panther Party For Self defense). Το κίνημα ιδρύθηκε το 1966 στο Όκλαντ των ΗΠΑ από τον Χιούι Νιούτον και τον Μπόμπι Σίαλ. Ο… … Dictionary of Greek
Astakidonisia — ESS Foto Die Astakidonisia (griechisch Αστακιδονήσια (n. pl.)) sind eine Gruppe aus vier kleinen, unbewohnten Felseninseln im Karpathischen Meer, rund 35 Kilometer westlich der Nordspitze der Insel Karpathos mit einer Gesamtfläche von 1 … Deutsch Wikipedia
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
σίμα — (I) η, Ν αρχ. βλ. σίμη. (II) το, Ν γεωλ. ονομασία που δόθηκε από τον Αυστριακό γεωλόγο Ε. Σουές το 1909 στο εσωτερικό, κάτω από το σιάλ, στρώμα τού στερεού φλοιού τής Γης, τα πετρώματα τού οποίου αποτελούνται κυρίως από πυρίτιο και μαγνήσιο.… … Dictionary of Greek
σκόφθαλμος — ο, Ν ζωολ. γένος ψαριών στο οποίο ανήκουν τα κοινώς γνωστά ψάρια ρόμβος, πισί και σίαλ … Dictionary of Greek
Βέγκενερ, Άλφρεντ Λόταρ — (Alfred Lothar Wegener, Βερολίνο 1880 – Γροιλανδία 1930). Γερμανός γεωφυσικός. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία και τη μετεωρολογία και ασχολήθηκε με γεωφυσικές και γεωλογικές μελέτες για να επιβεβαιώσει κυρίως τη θεωρία του σχετικά … Dictionary of Greek