Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σῐδηρο-τρύπᾰνον

См. также в других словарях:

  • σιδηροτρύπανον — τὸ, Α τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο τρύπανον)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοτρύπανον — κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α) ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικο τρύπανον, σιδηρο τρύπανον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»