-
1 σιδηρο-τρύπανον
σιδηρο-τρύπανον, τό, Eisenbohrer, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων.
-
2 σιδηροτρύπανον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροτρύπανον
-
3 σιδηροτρύπανον
σιδηρο-τρύπανον, τό, Eisenbohrer
См. также в других словарях:
σιδηροτρύπανον — τὸ, Α τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο τρύπανον)] … Dictionary of Greek
κεφαλοτρύπανον — κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α) ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικο τρύπανον, σιδηρο τρύπανον] … Dictionary of Greek