-
21 συνόδου
σύνοδος 1masc /fem gen sgσύνοδος 2assembly: fem gen sg -
22 συνόδους
σύνοδος 1masc /fem acc plσύνοδος 2assembly: fem acc pl -
23 συνόδων
σύνοδος 1masc /fem gen plσύνοδος 2assembly: fem gen pl -
24 σύνοδοι
σύνοδος 1masc /fem nom /voc plσύνοδος 2assembly: fem nom /voc pl -
25 σύνοδον
σύνοδος 1masc /fem acc sgσύνοδος 2assembly: fem acc sg -
26 ξυνόδοις
συνόδοις, σύνοδος 1masc /fem dat plσυνόδοις, σύνοδος 2assembly: fem dat pl -
27 ξυνόδους
συνόδους, σύνοδος 1masc /fem acc plσυνόδους, σύνοδος 2assembly: fem acc pl -
28 ξυνόδω
-
29 ξυνόδῳ
-
30 ξυνόδωι
συνόδῳ, σύνοδος 1masc /fem dat sgσυνόδῳ, σύνοδος 2assembly: fem dat sg -
31 συνόδωι
συνόδῳ, σύνοδος 1masc /fem dat sgσυνόδῳ, σύνοδος 2assembly: fem dat sg -
32 ξυνόδων
συνόδων, σύνοδος 1masc /fem gen plσυνόδων, σύνοδος 2assembly: fem gen pl -
33 ξύνοδοι
σύνοδοι, σύνοδος 1masc /fem nom /voc plσύνοδοι, σύνοδος 2assembly: fem nom /voc pl -
34 ξύνοδον
σύνοδον, σύνοδος 1masc /fem acc sgσύνοδον, σύνοδος 2assembly: fem acc sg -
35 ξυστικός
2 corrosive,χυμός Phylotim.
ap. Ath.3.81b, Gal. Nat.Fac.2.9 ;ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.Febr.
I ; of plasters, Orib.Fr.88.II ([etym.] ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Suet.Aug.45 ;ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023
;ξ. ἀθληταί BCH28.22
; ξ. σύνοδος Athletic Association,ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. OGI713.3
(Alexandria, iii A. D.) ;ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG14.956B19
, cf. PLond.3.1178.2 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυστικός
-
36 συνοδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοδίτης
-
37 πυλαία
πυλαία, ἡ, fem. zu πύλαιος, 1) sc. σύνοδος, eigtl. die Herbstversammlung der Amphiktyonen in Pylä od. in Anthela bei Pylä, übh. die Versammlung der Amphiktyonen, die dazu versammelten Gesandten der hellenischen Bundesstaaten, Her. 7, 213; ἐαρινῆς πυ-λαίας, Dem. 18, 154; πρὸς τὴν πυλαίαν, Theophr. – 2) das Recht, Gesandte zur Amphiktyonenversammlung zu schicken, die Theilnahme am Amphiktyonenbunde; τῆς πυλαίας δ' ἐπεϑύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς, πλεονεκτημάτων δυοῖν κύριοι γενέσϑαι, Dem. 5, 23; τὴν πυλαίαν ἀποδούς, 6, 22. – 3) auch der Versammlungsort selbst zu Anthela beim Tempel der amphiktyonischen Demeter u. der Artemis; Her. 7, 200; Plut. de Pyth. or. 29. Vgl. auch πύλαιος.
-
38 συν-όδιον
-
39 σύν-δοσις
-
40 σύν-οδος
σύν-οδος, = συνοδοιπόρος, Reisegefährte; ναῦς ζωῆς καὶ ϑανάτου σύνοδος Antiphil. 42 (VII, 635).
См. также в других словарях:
σύνοδος — 1 masc/fem nom sg σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — ο, η 1. αυτός που συνοδεύει: Τον ακολουθούσαν σεμικρή απόσταση οι συνοδοί του. – Εργάζεται ως συνοδός σε σχολικό λεωφορείο. 2. το δεύτερο μέλος διπλού αστρικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνοδος — η 1. συνέλευση επισκόπων για συζήτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και λήψη αποφάσεων: Η πρώτη οικουμενική σύνοδος έγινε στη Νίκαια. 2. το σύνολο των συνεδριάσεων της Βουλής σε ένα έτος: Ο πρόεδρος κήρυξε τη λήξη των εργασιών της πρώτης συνόδου της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τριδέντου, σύνοδος του- — Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545 47),… … Dictionary of Greek
συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… … Dictionary of Greek
Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek
Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … Dictionary of Greek
ξύνοδος — σύνοδος , σύνοδος 1 masc/fem nom sg σύνοδος , σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόδω — σύνοδος 1 masc/fem nom/voc/acc dual σύνοδος 1 masc/fem gen sg (doric aeolic) σύνοδος 2 assembly fem nom/voc/acc dual σύνοδος 2 assembly fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)