-
1 Σύνοδος
Σύνοδος η1) собор верующих для единой цели;2) Синод – постоянный собор архипастырей Церкви, управляющих делами Церкви:επαρχιακή / τοπική σύνοδος — епархиальный, поместный синодЭтим.< дргр. σύνοδος < σύν (приставка со значением «вместе») + οδός «путь, дорога» -
2 συνοδος
Iἥ1) сходка, собрание(σύνοδοι καὴ δεῖπνα Plat.)
ἀπὸ κοινῶν ξυνόδων βουλεύειν Thuc. — совещаться на общих собраниях;σ. πρὸς τῷ διαιτητῇ Dem. — одновременная явка (тяжущихся сторон) на суд;αἱ διαλεκτικαὴ σύνοδοι Arst. — собрания, посвященные обсуждениям, диспуты2) политическая группировка, партия(ἑταιρεῖαι καὴ σύνοδοι Isocr.)
3) соитие, спаривание(τῶν ἰχθύων Arst.)
4) воен. столкновение, стычка, бой Thuc., Xen., Plat.5) стык, соприкосновение, встреча, слияние(ὕδατος Plat.)
σύνοδοι θαλάσσης Eur. — суженная часть моря, т.е. Геллеспонт;αἱ περὴ τὸ στόμα σύνοδοι Plat. — соединяющиеся во рту вещества, т.е. пища, приходящая в соприкосновение с полостью рта;αἱ τῶν μηνῶν σύνοδοι Arst. — рубежи (смежных) месяцев6) астр. приближение, соединение(σελήνης πρὸς ἥλιον Plut.)
7) поступление, доход(χρημάτων σύνοδοι Her.)
8) связь, смесь, сочетание (sc. τοῦ εἴδους καὴ τῆς ὕλης Arst.)IIὅ спутник(ζωῆς καὴ θανάτου Anth.)
-
3 σύνοδος
η1) сессия; 2) церк, синод -
4 συνοδός
ο, η1) сопровождающее лицо; 2) конвоир -
5 σύνοδος
[синодос] ουσ θ ассамблея, конгресс, (εχκλ.) синод. -
6 Οικουμενική Σύνοδος
Οικουμενική Σύνοδος ηВселенский Собор – высший коллегиальный орган Православной Церкви, собрание высшего духовенства и представителей Православных Церквей, на котором разрабатывались и утверждались основы христианского вероучения, формировались канонические богослужебные правила, оценивались различные богословские концепции и осуждались ереси. Вселенских Соборов было семь. После разделения Церквей (1054 г.) Вселенские Соборы не проводилисьΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Οικουμενική Σύνοδος
-
7 εκλειπτικος
31) относящийся к затмению ( солнца или луны)(περίοδοι Plut.)
2) совпадающий с затмением(σύνοδος Plut.)
-
8 πυλαια
ион. πῠλαίη ἥ1) (sc. σύνοδος) собрание амфиктионов (в г. Ἀνθήλη близ Фермопил, в Дельфах и проч.) Her.2) место собрания амфиктионов Plut.3) право участия в собрании амфиктионов Dem.4) беспорядочная смесь(μύθων ἀπιθάνων Plut.)
5) пустяки, вздор Plut. -
9 μεταβαττκός
η, ό[ν]1) меняющий место пребывания;μεταβαττκά πτηνά — перелётные птицы;
2) переходный; непостоянный, неустойчивый;μεταβαττκή περίοδος — переходный период;
μεταβαττκή κατάσταση — неустойчивое положение;
3) грам, переходный (о глаголе);4) меняющий местонахождение; находящийся в движении; выездной;μεταβαττκά αποσπάσματα — подвижные отряды, части;
μεταβαττκή σύνοδος — выездная сессия
-
10 οικουμενικός
η, ό[ν]1) всемирный, глобальный; всеобщий; 2) вселенский;οικουμενική σύνοδος — вселенский собор;
§ οικουμενική κυβέρνηση — правительство национального единства
-
11 ιερός
ιερός, -ή (-ά), -ό — святой, священный:Ιερά Σύνοδος η — Святой Синод – постоянный собор пастырей Церкви, управляющих делами ЦерквиЭтим.< дргр. ιερός < isr-os, санскр. isira «крепкий»
См. также в других словарях:
σύνοδος — 1 masc/fem nom sg σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — ο, η 1. αυτός που συνοδεύει: Τον ακολουθούσαν σεμικρή απόσταση οι συνοδοί του. – Εργάζεται ως συνοδός σε σχολικό λεωφορείο. 2. το δεύτερο μέλος διπλού αστρικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνοδος — η 1. συνέλευση επισκόπων για συζήτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και λήψη αποφάσεων: Η πρώτη οικουμενική σύνοδος έγινε στη Νίκαια. 2. το σύνολο των συνεδριάσεων της Βουλής σε ένα έτος: Ο πρόεδρος κήρυξε τη λήξη των εργασιών της πρώτης συνόδου της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τριδέντου, σύνοδος του- — Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545 47),… … Dictionary of Greek
συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… … Dictionary of Greek
Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek
Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … Dictionary of Greek
ξύνοδος — σύνοδος , σύνοδος 1 masc/fem nom sg σύνοδος , σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόδω — σύνοδος 1 masc/fem nom/voc/acc dual σύνοδος 1 masc/fem gen sg (doric aeolic) σύνοδος 2 assembly fem nom/voc/acc dual σύνοδος 2 assembly fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)