-
1 σίλι
-
2 σιλλικυπρίων
σίλιneut gen plσιλλικύπριονneut gen pl -
3 σιλλικύπρια
σίλιneut nom /voc /acc plσιλλικύπριονneut nom /voc /acc pl -
4 σέσελι
Grammatical information: n.,Meaning: `small hortwort, Tordylium officinale' (Hp., Arist., Thphr., Dsc. a. o.)Other forms: - ις f., also σίλι n. (Plin.); cf. also σιλλικύπριον n. des. of an Egypt. tree (Hdt. 2, 94; Strömberg Pfl.namen 127).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.Etymology: Foreign word like πέπερι, κιννάβαρι a. o.; after Ps.-Dsc. Egypt. name for καυκαλίς. Cf. Nencioni Arch. glottol. it. 33, 125 f. Lat. LW [loanword] seselis, sil.Page in Frisk: 2,693Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σέσελι
-
5 σίναπι
Grammatical information: ν.Meaning: `mustard, mustard plaster'. Can be found in late Lat. senpecta; s. Svennung Riv. fil. class. 95, 65 ff.Compounds: A comp. is *σιναπο-πηκτη.Derivatives: σινάπιον (EM, gloss.), - ίδιον (Alex. Trall.), - ινος `of mustard' (Dsc., Gal.), - ηρός `spiced with mustard' (pap.). - ίζω `apply a mustard plaster' with - ισμός (medic.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Comparable variants are found in words of Egyptian origin ( σίλι: σέσελι, σάρι: σίσαρον), so the word has been thought to be of Egypt. origin (Hehn Kulturpflanzen 211, André Latomus 15, 296ff; rejected by Mayrhofer Sprache 7, 185ff.) Against the theory of Austro-Asiatic origin Kretschmer Glotta 27, 249f and Wüst Ρῆμα 2, 59ff, Anthropos 54 (1959) 987f. On the Greek forms Björck Alpha impurum 289f. The word can be found in late Lat. senpecta; s. Svennung Riv. fil. class. 95, 65 ff. Lat. LW [loanword] nāpus `turnip' (Plin.) and sinapi(s) `mustard'; from the last Goth. sina(s) , OHG senf etc. -- The form clearly goes back to a Pre-Greek *synāpi with palatalized s; this may develop before consonant into σι (cf. κνώψ: κινώπετον, λασιτός: λάσται) cf. Beekes FS Kortlandt). If an i was not introduced, * sn- would have normally developed to ν- in Greek (cf. νεῦρον), but the σ- might have been retained, giving *σναπυ.See also: s. νᾶπυ.Page in Frisk: 2,708Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίναπι
См. также в других словарях:
σίλι — τὸ, Α βλ. σέσελι … Dictionary of Greek
Σιλί - Πριντόμ, Ρενέ Φραγκίσκος — (Sully Prudhomme). Γάλλος ποιητής (1839 1907). Φοίτησε στο Λύκειο του Βοναπάρτη και, μετά το τέλος των σπουδών του, εργάστηκε στα εργοστάσια Κρεζώ. Σύντομα όμως εγκατάλειψε τη θέση αυτή, για να σπουδάσει νομικά και φιλοσοφία. Το 1865, ο Σ. Π.,… … Dictionary of Greek
Σιλί, Μαξιμιλιανός ντε Μπετίν, βαρόνος του Ρονί, δούκας του- — (Sully). Γάλλος πολιτικός (Ρονί σιρ Σεν, Παρίσι 1559 Βιλμπόν Μπεάνς 1641). Δωδεκαετής μπήκε στην Αυλή του Ερρίκου της Ναβάρας ο οποίος ανάλαβε τη μόρφωσή του. Φανατικός διαμαρτυρόμενος γλίτωσε από θαύμα στη σφαγή της νύχτας του Άγιου Βαρθολομαίου … Dictionary of Greek
Σίλι, νήσοι — (Isles Scilly). Αρχιπέλαγος (16, 4 τ. χλμ., 1750 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας, στη νοτιοδυτική Αγγλία (Κορνουάλη), στον Ατλαντικό ωκεανό, 45 περίπου χλμ. προς ΔΝΔ του ακρωτηρίου Λαντ’ς Εντ. Αποτελείται από 150 περίπου γρανιτικά νησιά και σκόπελους … Dictionary of Greek
σιλλικυπρίων — σίλι neut gen pl σιλλικύπριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλλικύπρια — σίλι neut nom/voc/acc pl σιλλικύπριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… … Dictionary of Greek
νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… … Dictionary of Greek
σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… … Dictionary of Greek
Βουέ, Σιμόν — (Simon Vouet, Παρίσι 1590 – 1649). Γάλλος ζωγράφος. Μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του Λοράν και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1613. Ταξίδεψε στην Αγγλία (1605), στην Κωνσταντινούπολη (1611) και στη Βενετία… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek