Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σίκῑν(ν)ις

См. также в других словарях:

  • κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • k̂āk-1 : k̂ǝk-, probably k̂ā(i)k- : k̂īk- —     k̂āk 1 : k̂ǝk , probably k̂ā[i]k : k̂īk     English meaning: to jump, spring out     Deutsche Übersetzung: ‘springen, hervorsprudeln, kräftig sich tummeln”     Note: (with k̂ǝk as ablaut neologism from k̂ük )     Material: Gk. κηκίω… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»