Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σίγιστρον

См. также в других словарях:

  • σίγιστρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγιστρον — τὸ, Μ κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους, ζύγαστρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα τρον] …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • σιγιστροπύλη — ἡ, Μ 1. πόρτα ντουλάπας 2. είδος παραπετάσματος, το οποίο κινείται με τη βοήθεια κρίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγιστρον «ντουλάπι, κιβώτιο» + πύλη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»