-
1 σήκωμα
σήκωμα, τό, Gewicht; Hyperid. bei Poll. 4, 172; μολύβδινον, Pol. 8, 7, 9. Gegengewicht in der Waage, u. übertr. wie ῥοπή, οἱονεὶ σήκωμα προςλαμβάνειν, 18, 7, 3; auch übh. Maaß, Böckh Staatshaush. II p. 344 u. Inscr. 123. – Uebertr., Vergeltung, Phalaris ep. 2. – Wie σηκός 2, heiliger Raum, Kapelle, Λυκαίου πλησίον σηκώματος, Eur. El. 1274.
-
2 σηκωμα
-
3 σήκωμα
σήκωμαa weight in the balance: neut nom /voc /acc sg -
4 σήκωμα
σήκωμα, τό, Gewicht; μολύβδινον, Gegengewicht in der Waage; auch übh. Maß. Übertr., Vergeltung. Wie σηκός, heiliger Raum, Kapelle -
5 σήκωμα
τό1) см. σηκωμός; 2) изъятие денег, вклада (из банка, сберкассы); получение ссуды (из банка); 3) одалживание (денег); заём -
6 σήκωμα
[сикома] ουσ ο поднимание, подъем, вставание с места, с постели, снимание, уборка. -
7 σήκωμα
A a weight in the balance, standard weight, IG22.1013.8, Hyp.Fr. 271 (ap.Poll.4.172); σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, E.Heracl. 690; σ. μολίβδινα leaden weights or counterpoises, Plb.8.5.9; τὸ κατόπιν σ. τῆς προβολῆς, of the spear, Id.18.29.3; makeweight, Id.18.24.5.b a standard measure, [ κρότωνος] PCair.Zen.670.7 (iii B.C.);σ. σιτηροῦ ἡμεδίμνου SIG2508
(Delos, i B.C.); jar or measure of wine, POxy.1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined. 2115 (vi A.D.).II = σηκός 11, sacred enclosure, E.El. 1274, IG3.1979. -
8 σήκωμα
kaldırma, kalkma -
9 ἀντι-σήκωμα
ἀντι-σήκωμα, τό, das Gleichgewicht, Vergeltung, Eustath.
-
10 σηκώματα
σήκωμαa weight in the balance: neut nom /voc /acc pl -
11 σηκώματι
σήκωμαa weight in the balance: neut dat sg -
12 σηκώματος
σήκωμαa weight in the balance: neut gen sg -
13 σηκός
σηκός, ὁ, 1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαϑῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ τεῖχος περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῠ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αϑηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. στέλεχος, vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῠ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. ἐλαία πολύκλαδος, B. A. 304; nach Harpocr. = μορία, was man vgl. – Nach Eust. auch wie σήκωμα, Gewicht.
-
14 Λυκαῖος
A Lycaean, Arcadian, epith. of Zeus, Pi.O.9.96, Hdt. 4.203, etc.;τὸ τοῦ Λ. Διὸς ἱερὸν κατὰ τὸ Λ. ὄρος Str.8.8.2
.II [full] Λύκαιον, τό, his temple, Plu.2.300a;Λ. σήκωμα E.El. 1274
.III [full] Λύκαια (sc. ἱερά), τά, festival of Lycaean Zeus,τὰ Λ. θῦσαι X.An.1.2.10
, cf. IG22.993, SIG82 (iv B.C.), etc.; also, = Lat. Lupercalia (from λύκος, Lat. lupus), D.H.1.80, Plu.Ant.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λυκαῖος
-
15 ἀντισήκωμα
ἀντι-σήκωμα, das Gleichgewicht, Vergeltung -
16 σηκός
σηκός, ὁ, (1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schafe u. Ziegen. Übh. Wohnung, Lager für Menschen u. Tiere; (2) ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῠ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht; (3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Ölbaumes; wie σήκωμα, Gewicht
См. также в других словарях:
σήκωμα — σήκωμα, το ατος 1. ύψωση: Σήκωμα των χεριών. 2. έγερση: Σήκωσα από το κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σήκωμα — a weight in the balance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήκωμα — (I) και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [σηκῶ / σακῶ] 1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ. β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.) 2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση τής … Dictionary of Greek
σηκώματα — σήκωμα a weight in the balance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκώματι — σήκωμα a weight in the balance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκώματος — σήκωμα a weight in the balance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλοκόβω — 1. κουράζω κάποιον από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους 2. μέσ. κωλοκόβομαι με πονάει η μέση και η ράχη από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους … Dictionary of Greek
σηκωμός — ο, Ν 1. σήκωμα, ανύψωση 2. σήκωμα, μεταφορά βαριού αντικειμένου 3. μτφ. α) εξέγερση, ξεσηκωμός β) ξύπνημα, αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκώνω + κατάλ. μός (πρβλ. σκοτω μός, τελειω μός)] … Dictionary of Greek
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek
ανασήκωμα — το η ενέργεια του ανασηκώνω, ανύψωση, ελαφρό σήκωμα προς τα επάνω … Dictionary of Greek
ανύψωση — (Α ἀνύψωσις, σεως) η εξύψωση, η ανάδειξη το σήκωμα (| νεοελλ. το να υψώνεται κάτι, το ανέβασμα … Dictionary of Greek