-
1 σέμελος
-
2 σέμελος
σεμελοςmasc nom sg -
3 σέμελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέμελος
-
4 σέμελος
Grammatical information: m.Meaning: Lacon. for κοχλίας (`snail with a spiral shell), (Apollas ap. Ath. 6.63d).Derivatives: σεμελοιρίδαι οἱ ἄνευ κελύφους ους ἔνιοι λίψακας [mean. unknown] H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.See also: s. σέσῑλοςGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σέμελος
-
5 σέμελον
σεμελοςmasc acc sg -
6 σέσῑλος
-
7 σέσιλος
σέσῑλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέσιλος
-
8 σέσῑλος
-
9 σέσῑλος
σέσῑλοςGrammatical information: m.Other forms: also σεσέλιτα (acc. Dsc. l.c.); beside it σέμελος `id.' (Ath. 2, 63d, H. [Lacon.]), s.v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained.Page in Frisk: 2,694Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σέσῑλος
См. также в других словарях:
σέμελος — σεμελος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέμελος — ό, Α (λακων. τ.) ο κοχλίας («Ἀπελλᾱς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού σέσιλος*] … Dictionary of Greek
σέμελον — σεμελος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσιλος — και, κατά τον Ησύχ., σέσηλος, ὁ, και, κατά τον Διοσκ., σεσέλιτα, τὰ, Α κοχλίας, σαλιγκάρι με όστρακο που ζει σε θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και σέμελος)] … Dictionary of Greek