-
1 σέσῑλος
-
2 σέσιλος
σέσῑλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέσιλος
-
3 σέσῑλος
-
4 σέσιλοι
σέσιλοςsnail: masc nom /voc pl -
5 σέσιλον
σέσιλοςsnail: masc acc sg -
6 σεσελίτης
-
7 σέμελος
См. также в других словарях:
σέσιλος — και, κατά τον Ησύχ., σέσηλος, ὁ, και, κατά τον Διοσκ., σεσέλιτα, τὰ, Α κοχλίας, σαλιγκάρι με όστρακο που ζει σε θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και σέμελος)] … Dictionary of Greek
σέσιλοι — σέσιλος snail masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσιλον — σέσιλος snail masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέμελος — ό, Α (λακων. τ.) ο κοχλίας («Ἀπελλᾱς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού σέσιλος*] … Dictionary of Greek
σέσηλος — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σέσιλος … Dictionary of Greek
σεσέλιτα — τὰ, Α (κατά τον Διοσκ.) βλ. σέσιλος … Dictionary of Greek