-
1 συστομόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστομόομαι
-
2 σύστομος
σύστομ-ος, ον,A with a narrow mouth, opp. μεγαλόστομος, Arist.PA 662a24 ([comp] Comp.); of a μέτοικος (called σκάφη) , -ώτερος σκάφης, prov. of one whose low birth makes him keep silence, Men.191, Thphr.Fr. 103;τὰ σ. τῶν τευχέων Archyt.1
; πίθος μέγας καὶ ς. Moer.p.392 P., cf. Hero Spir.1 Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστομος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский