-
1 σύρ-γαστρος
σύρ-γαστρος, ὁ, u. συρ-γάστωρ, ορος, ὁ, eigtl. συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV, 26). – Uebertr., ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3, 19. 63.
-
2 σύργαστρος
σύρ-γαστρος, ὁ, u. συρ-γάστωρ, ορος, ὁ, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange. Übertr., ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner -
3 συργαστρος
См. также в других словарях:
κατάγαστρος — κατάγαστρος, ον (Α) 1. ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγαστρον επίδεσμος τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος, σύρ γαστρος] … Dictionary of Greek
λεπτόγαστρος — λεπτόγαστρος, ον (Α) αυτός που έχει μικρή κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. κατά γαστρος, σύρ γαστρος] … Dictionary of Greek