Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύρ-γαστρος

См. также в других словарях:

  • κατάγαστρος — κατάγαστρος, ον (Α) 1. ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγαστρον επίδεσμος τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος, σύρ γαστρος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόγαστρος — λεπτόγαστρος, ον (Α) αυτός που έχει μικρή κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. κατά γαστρος, σύρ γαστρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»