Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σύνταξιν

См. также в других словарях:

  • σύνταξιν — σύνταξις putting together in order fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνταξιν — σύνταξιν , σύνταξις putting together in order fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …   Dictionary of Greek

  • Asopĭos — Asopĭos, Konstantin, Grieche, studirte in Berlin unter Böckh, wurde nach seiner Rückkehr nach Griechenland erst Professor an der Universität zu Korfu u. 1841 Professor der griechischen Literatur in Athen; schr.: Ηἰςαγωγὴ εἰς τὴν έλληνικὴν[823]… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Галлина, Винченцо — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Галлина. Винченцо Галлина (итал. Vincenzo Gallina, 1795, Равенна, Италия  1842, Алеппо, Сирия)[1]  итальянский революционер, филэллин, участник Освободительной войны… …   Википедия

  • καινοσχήμων — καινοσχήμων, όσχημον (AM) (μόνο στο ουδ.) καινόσχημον αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο… …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Τραπεζούντιος — (Χάνδακας 1395/6 – 1484). Λόγιος. Γεννήθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) της Κρήτης από Τραπεζούντιους γονείς. Το 1430 πήγε στην Ιταλία όπου έμαθε τα λατινικά και μελέτησε τους κλασικούς συγγραφείς. Δίδαξε την ελληνική στη Βιτσέντζα, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος, άγιος — (; – 62 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επονομαζόταν αδελφόθεος και Δίκαιος. Αναφέρεται στα Ευαγγέλια ως αδελφός του Ιησού (Μαρκ. στ’ 3, Ματθ. ιγ’ 55). Ωστόσο, επειδή η Εκκλησία θεωρεί αειπάρθενο τη Μαρία, o Ι. πρέπει να ήταν είτε… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσοκόκκης, Γεώργιος — Βυζαντινός γιατρός που ήκμασε περίπου στα μέσα του 14ου αι. Έγραψε έργα αστρονομικά και μαθηματικά. Αναφέρεται ότι είναι ο ίδιος με τον ομώνυμο φίλο του Θεόδωρου Γαζή, γιατί και για τους δύο λέγεται ότι εργάστηκαν κάποιο χρονικό διάστημα στη… …   Dictionary of Greek

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»