-
1 συνδικος
Iὅ, редко ἥ1) защитник, заступник Aesch., Pind.2) член суда(μάρτυρες ἅμα καὴ σύνδικοι Plat.)
3) синдик (в Афинах, член коллегии, на которую была возложена защита государственных интересов и законов, в частности - отстаивание старых законов при внесении к ним поправок и изменений Dem., защита интересов Афин в Амфиктионийском совете Dem. и, после свержения Тридцати тираннов, решение вопросов о конфискованных имуществах Lys.)II2находящийся в общем владении, общий(κτέανον Pind.)
-
2 σύνδικος
ο1) уполномоченный на ведение дел; представитель какого-л. учреждения; 2) юр. синдик -
3 εκδικος
I21) беззаконный, нечестивый(ἀνήρ Soph., Eur.)
ἔκδικα πάσχειν Aesch. — незаслуженно страдать2) несущий возмездие, карающий, мстящий(χρονος Anth.)
αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι (sc. γέρανοι) Plut. — отмстившие за Ивика журавлиIIὅ (= σύνδικος См. συνδικος, лат. cognitor civitatis) юр. экдик, представитель государственных интересов, прокурор Cic., Plin.J. -
4 συνδικία
η должность, время пребывания в должности, тж. обязанности синдика (см. σύνδικος 2)
См. также в других словарях:
σύνδικος — one who helps in a court of justice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… … Dictionary of Greek
σύνδικος — ο 1. επίτροπος υποθέσεων εταιρείας, σωματείου κτλ. 2. «σύνδικος πτώχευσης», επίτροπος στον οποίο αναθέτουν τη διαχείριση της περιουσίας ενός που έχει πτωχεύσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύνδικος — σύνδικος , σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδίκοις — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδίκου — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδίκους — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδίκων — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδικε — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδικοι — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδικον — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)