-
1 σύμφωνο(ν)
τό1) договор, соглашение; пакт;σύμφωνο(ν) μη επίθεσης — договор о ненападении;
σύμφωνο(ν) φιλίας, συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας — договор о дружбе, сотрудничестве и взаимопомощи;
σύμφωνο(ν) είρήνης — пакт о мире;
συνάπτω σύμφωνο(ν) — заключать договор, соглашение;
2) грам, согласный (звук) -
2 σύμφωνο(ν)
τό1) договор, соглашение; пакт;σύμφωνο(ν) μη επίθεσης — договор о ненападении;
σύμφωνο(ν) φιλίας, συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας — договор о дружбе, сотрудничестве и взаимопомощи;
σύμφωνο(ν) είρήνης — пакт о мире;
συνάπτω σύμφωνο(ν) — заключать договор, соглашение;
2) грам, согласный (звук) -
3 σύμφωνο
[симфоно] ουσ. о. договор, пакт, (νομ.) соглашение, сделка, (γραμ.) согласный звук,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμφωνο
-
4 σύμφωνο
[симфоно] ουσ ο договор, пакт, (νομ) соглашение, сделка, (γραμ) согласный звук. -
5 Σύμφωνο
ПактотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Σύμφωνο
-
6 σύμφωνο
anlaşma, ittifak, pakt -
7 σύμφωνο
1) consonne2) contrat -
8 σύμφωνο
umowa (f) rzecz. -
9 σύμφωνο
smlouva -
10 σύμφωνο
covenantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύμφωνο
-
11 αρχικό σύμφωνο
τοAnfangskonsonant m -
12 consonne
σύμφωνο -
13 covenant
σύμφωνο -
14 pakt
σύμφωνο, συμμαχία -
15 договор
договор м το σύμφωνο, το συμφωνητικό το συμβόλαιο (контракт )' η συμφωνία (соглашение ) η συνθήκη (пакт)' заключить (расторгнуть) \договор κλείνω (ακυρώ) συμφωνία коллективный \договор η συλλογική σύμβαση трудовой \договор η εργατική σύμβαση \договор о дружбе и взаимной помощи το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας* * *мзаключи́ть (расто́ргнуть) догово́р — κλείνω (ακυρώ) συμφωνία
коллекти́вный догово́р — η συλλογική σύμβαση
трудово́й догово́р — η εργατική σύμβαση
догово́р о дру́жбе и взаи́мной по́мощи — το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας
-
16 пакт
пакт м το σύμφωνο, το συμφωνητικό· \пакт о ненападении το σύμφωνο μη επίθεσης* * *мτο σύμφωνο, το συμφωνητικόпакт о ненападе́нии — το σύμφωνο μη επίθεσης
-
17 договор
договорм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):\договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία. -
18 договор
-а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•
мирный договор συνθήκη ειρήνης•
заключить договор κλείνω συμφωνία•
расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•
договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•
договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•
торговый договор εμπορική συμφωνία•
договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•
словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•
договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).
-
19 пакт
-а α.συνθήκη διεθνής• σύμφωνο• πάκτο•пакт о ненападении между странами σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ των χωρών•
пакт мира σύμφωνο ειρήνης.
-
20 взаимопомощь
взаимопомощь ж η αλλη λοβοήθεια касса \взаимопомощьи το τα μείο αλληλοβοήθειας договор о \взаимопомощьи το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας* * *жη αλληλοβοήθειαка́сса взаимопо́мощи — το ταμείο αλληλοβοήθειας
догово́р о взаимопо́мощи — το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας
См. также в других словарях:
σύμφωνο — το 1. είδος γράμματος του αλφάβητου: Τα σύμφωνα ξ, ψ, λέγονται διπλά. 2. συμφωνητικό, συνθήκη: Υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύμφωνο — το, Ν βλ. σύμφωνος … Dictionary of Greek
Ιερή Συμμαχία — Σύμφωνο που υπέγραψαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1815 στο Παρίσι ο τσάρος της Ρωσίας, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και ο βασιλιάς της Πρωσίας. Σε αυτό προσχώρησαν και άλλοι ηγεμόνες, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΗ’, αλλά απείχαν η Αγγλία (που… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Recognition of same-sex unions in Greece — Legal recognition of same sex relationships Marriage Argentina Belgium Canada Iceland Netherlands Norway Portugal South Africa Spain Sweden … Wikipedia
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek