-
1 συμμολπος
-
2 σύμμολπος
σύμμολποςmasc /fem nom sg -
3 σύμμολπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμολπος
-
4 φόρμιγξ
φόρμιγξ, ιγγος, ἡ (nach den Alten von φορέω, die Tragbare, ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη κιϑάρα), eine Art Cither, unserer Harfe ähnlich, das älteste Saiteninstrument der griechischen Sänger; oft bei Hom., bei dem sie vorzugsweise das Instrument des Apollo ist, Il. 1, 603. 24, 63; vgl. Hes. Sc. 203; auch Achilles spielt sie, φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ, καλῇ, δαιδαλέῃ, Il. 9, 186; neben αὐλοί genannt 18, 495; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιϑάριζε 569; die Sänger beim Mahle spielen auf ihr, Od. 8, 67 u. öfter; dah. ἣ δαιτὶ συνήορός ἐστι 99, ἣν ἄρα δαιτὶ ϑεοὶ ποίησαν ἑταίρην 17, 270; μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ' ἀναϑήματα δαιτός 21, 430. Sie heißt περικαλλής, δαιδαλέη u. vgl., weil sie mit Gold, Elfenbein und allerlei Bildwerk geschmückt ist; Pind. nennt sie ἑπτάκτυπος P. 2, 71, u. ἑπτάγλωσσος N. 5, 24, also siebensaitig; ἁδυμελής Ol. 7, 12; ποικιλόγαρυς 3, 8; ἁ φόρμιγξ ἁ Φοίβου σύμμολπος Eur. Ion 164; Folgde.
См. также в других словарях:
σύμμολπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τραγουδά μαζί με κάποιον άλλο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Σύμμολποι ένωση αοιδών από τη Θήρα η οποία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μολπος (< μολπή «τραγούδι, μέλος»), πρβλ. ἀντί… … Dictionary of Greek
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek
συμμολπάζω — Μ [σύμμολπος] τραγουδώ μαζί με άλλον … Dictionary of Greek