Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύμμολπος

См. также в других словарях:

  • σύμμολπος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τραγουδά μαζί με κάποιον άλλο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Σύμμολποι ένωση αοιδών από τη Θήρα η οποία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μολπος (< μολπή «τραγούδι, μέλος»), πρβλ. ἀντί… …   Dictionary of Greek

  • μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… …   Dictionary of Greek

  • συμμολπάζω — Μ [σύμμολπος] τραγουδώ μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»