-
1 συμβουλος
ὅ, редко ἥ1) подающий советы, советникὁ σ. τινος Aesch., Arph., περί τινος Aesch., Plat. и ὑπέρ τινος Isocr. — советник в чем-л.;
σύμβουλοι λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε Aesch. — будьте моими советниками в этом;2) член совета, советник Dem., Thuc.3) (в Риме; лат. legatus) легат Polyb.4) (в Риме; лат. senator) сенатор Plut. -
2 σύμβουλος
ο1) советчик; консультант; 2) член совета, правления, советник;στρατιωτικός σύμβουλος — военный советник;
σύμβουλος εις το ανώτατον οικονομικόν συμβούλιον — советник высшего экономического совета;
τραπέζης (εταιρίας) — член правления банка (компании) -
3 σύμβουλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύμβουλος
-
4 σύμβουλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύμβουλος
-
5 σύμβουλος
советник; LXX: прич. от (יעץ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σύμβουλος
-
6 σύμβουλος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σύμβουλος
-
7 σύμβουλος
[симвулос] ουσ α советник. -
8 δικαστικός
η, ό[ν] судебный; судейский;δικαστική εξουσία — судебная власть;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
δικαστική απόφαση — судебный приговор;
δικαστική πλάνη — судебная ошибка;
δικαστικός υπάλληλος — судейский чиновник;
δικαστικός σύμβουλος — юрисконсульт;
δικαστικός κλητήρας — судебный исполнитель
-
9 νομικός
η, ό[ν] 1. правовой; юридический;νομική σχολή — юридический факультет;
γραφείο νομικών συμβουλών — юридическая консультация;
νομικός σύμβουλος — юрисконсульт;
νομικό ζήτημα — правовой вопрос;
νομικές αρχές (σχέσεις) — правовые нормы (отношения);
νομικό πρόσωπο — юридическое лицо;
νομική επιστήμη — юриспруденция, законоведение;
2. (ο) юрист, законовед -
10 4825
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4825
См. также в других словарях:
σύμβουλος — adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβουλος — ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ. δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ) νεοελλ. 1. μέλος συμβουλίου … Dictionary of Greek
σύμβουλος — ο 1. αυτός που συμβουλεύει: Έπεσε θύμα των συμβούλων του. – Υπηρέτησε ως νομικός σύμβουλος του κράτους. 2. μέλος συμβουλίου: Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευθύνων σύμβουλος — Ανώτατο στέλεχος ανώνυμης εταιρείας και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, το οποίο του αναθέτει και τα σχετικά διευθυντικά του καθήκοντα. Οι αρμοδιότητές του είναι κατά κύριο λόγο διαχειριστικές αλλά και διοικητικές και ασκούνται μέσα στα… … Dictionary of Greek
Στιλίχων — Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ονώριου (395 – 426). Εκλατινισμένος αξιωματικός βανδαλικής καταγωγής, με ξεχωριστές ικανότητες στρατιωτικές και πολιτικές, που ο πατέρας του Ονώριου, Θεοδόσιος ο… … Dictionary of Greek
ξύμβουλος — σύμβουλος , σύμβουλος adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλω — σύμβουλος adviser masc nom/voc/acc dual σύμβουλος adviser masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλοις — σύμβουλος adviser masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλου — σύμβουλος adviser masc gen sg συμβούλομαι will pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμβούλομαι will imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλους — σύμβουλος adviser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλων — σύμβουλος adviser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)