-
1 σύμβουλος
σύμβουλοςadviser: masc nom sg -
2 σύμβουλος
σύμβουλος, ου, ὁ (s. four prec. entries; Trag., Hdt.+) adviser, counsellor Ro 11:34 (Is 40:13); B 21:4; Dg 9:6; Hs 5, 2, 6; 5, 4, 1; 5, 5, 3; 5, 6, 4; 7; 9, 12, 2.—M-M. -
3 σύμβουλος
-ου + ὁ N 2 0-8-5-5-10=28 2 Sm 8,18; 15,12; 1 Kgs 2,46h; 1 Chr 27,32.33adviser, counsellor 2 Sm 15,12; councillor Ezr 7,14 θαυμαστὸν σύμβουλον honourable counsel-lor Is 3,3 Cf. PÉPIN 1987, 53-74; →MM; NIDNTT -
4 σύμβουλος
σύμβουλ-ος, ὁ,A adviser, counsellor, in public or private affairs, Hdt.5.24, 7.50, S.Ph. 1321, Th.3.42, IG22.832.16 (iii B.C.), PMich.Zen.57.6 (iii B.C.), Ep.Rom.11.34, etc.;σ. πονηρός Antipho 5.71
: as fem., X.HG3.1.13: c. gen. pers., one's adviser, A.Pers. 175 (troch.), Ar.Th. 921, etc.: c. dat., καί μοι γενοῦ ξ. Id.Nu. 1481, cf. X.Smp.8.39;μωρίᾳ ξ. τοῦ κασιγνήτου E.Hel. 1019
, cf. Isoc.2.43: also c. gen. rei,σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε A.Pers. 170
(troch.);τῆς ἀρχῆς.. ξυμβούλοισιν.. ὑμῖν χρήσωμαι Ar.Ec. 518
(anap.);τῶνδε σύμβουλοι πέρι A.Ch.86
, cf. Pl.Prt. 319b;ὑπέρ τινος Isoc.1.35
: ξύμβουλός εἰμι,= συμβουλεύω, advise, c. inf., A.Eu. 712, cf. Pl.Lg. 930e: opp. συκοφάντης, D.18.189.II as a title,1 at Athens, the θεσμοθέται were empowered to appoint σύμβουλοι (perh. in a private capacity), Id.58.27.2 at Sparta, a board of advisers sent with the general, Th.5.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμβουλος
-
5 σύμβουλος
1) advisor2) consultant3) counsellorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύμβουλος
-
6 συμβούλω
σύμβουλοςadviser: masc nom /voc /acc dualσύμβουλοςadviser: masc gen sg (doric aeolic)——————σύμβουλοςadviser: masc dat sg -
7 ξύμβουλος
σύμβουλος, σύμβουλοςadviser: masc nom sg -
8 συμβούλοις
σύμβουλοςadviser: masc dat pl -
9 συμβούλου
σύμβουλοςadviser: masc gen sgσυμβούλομαιwill: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)συμβούλομαιwill: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
10 συμβούλους
σύμβουλοςadviser: masc acc pl -
11 συμβούλων
σύμβουλοςadviser: masc gen pl -
12 σύμβουλε
σύμβουλοςadviser: masc voc sg -
13 σύμβουλοι
σύμβουλοςadviser: masc nom /voc pl -
14 σύμβουλον
σύμβουλοςadviser: masc acc sg -
15 ξυμβούλω
συμβούλω, σύμβουλοςadviser: masc nom /voc /acc dualσυμβούλω, σύμβουλοςadviser: masc gen sg (doric aeolic)——————συμβούλῳ, σύμβουλοςadviser: masc dat sg -
16 ξυμβούλοισιν
συμβούλοισιν, σύμβουλοςadviser: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
17 ξυμβούλους
συμβούλους, σύμβουλοςadviser: masc acc pl -
18 ξυμβούλων
συμβούλων, σύμβουλοςadviser: masc gen pl -
19 ξύμβουλοι
σύμβουλοι, σύμβουλοςadviser: masc nom /voc pl -
20 ξύμβουλον
σύμβουλον, σύμβουλοςadviser: masc acc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύμβουλος — adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβουλος — ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ. δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ) νεοελλ. 1. μέλος συμβουλίου … Dictionary of Greek
σύμβουλος — ο 1. αυτός που συμβουλεύει: Έπεσε θύμα των συμβούλων του. – Υπηρέτησε ως νομικός σύμβουλος του κράτους. 2. μέλος συμβουλίου: Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευθύνων σύμβουλος — Ανώτατο στέλεχος ανώνυμης εταιρείας και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, το οποίο του αναθέτει και τα σχετικά διευθυντικά του καθήκοντα. Οι αρμοδιότητές του είναι κατά κύριο λόγο διαχειριστικές αλλά και διοικητικές και ασκούνται μέσα στα… … Dictionary of Greek
Στιλίχων — Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ονώριου (395 – 426). Εκλατινισμένος αξιωματικός βανδαλικής καταγωγής, με ξεχωριστές ικανότητες στρατιωτικές και πολιτικές, που ο πατέρας του Ονώριου, Θεοδόσιος ο… … Dictionary of Greek
ξύμβουλος — σύμβουλος , σύμβουλος adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλω — σύμβουλος adviser masc nom/voc/acc dual σύμβουλος adviser masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλοις — σύμβουλος adviser masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλου — σύμβουλος adviser masc gen sg συμβούλομαι will pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμβούλομαι will imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλους — σύμβουλος adviser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλων — σύμβουλος adviser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)