Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σύκου

См. также в других словарях:

  • σύκου — σύ̱κου , σῦκον fruit of the neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβγόσυκο — το είδος μεγάλου σύκου σε σχήμα αβγού …   Dictionary of Greek

  • αιμώνιος — αἱμώνιος, ον (Α) [αἵμων] (συνήθως για τα σύκα) ο κόκκινος σαν αίμα, αιματόχρωμος στην Πάρο σήμερα αιμωνιό, είδος σύκου με κατακόκκινη σάρκα και κοκκινωπό φλοιό (πιθ. τα «αἱμώνια σῡκα» τού Αθήναιου 3, 76b) …   Dictionary of Greek

  • αραπάκι — το 1. παιδάκι της μαύρης φυλής 2. παιδάκι Αράβων 3. πολύ μελαχρινό παιδάκι 4. είδος μαύρου σταφυλιού ή σύκου …   Dictionary of Greek

  • αϊδανόσυκο — το είδος σύκου …   Dictionary of Greek

  • δαμαρίππεως — ( ω) (Α) είδος σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαρ + ιππεύς, σχηματισμός που οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία] …   Dictionary of Greek

  • κεγχρίς — κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) [κέγχρος] 1. κέρχνη* 2. είδος πτηνού που τρώει σπόρους σύκου 3. κεχρί 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* …   Dictionary of Greek

  • κεγχραμίς — κεγχραμίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ο μικρός σπόρος τού σύκου 2. το κουκούτσι τής ελιάς 3. κάθε λεπτός κόκκος 4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες τα τραχώματα τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς] …   Dictionary of Greek

  • κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

  • κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»