-
1 σύκου
σύ̱κου, σῦκονfruit of the: neut gen sg -
2 νόστιμος
νόστιμος, zur Rückkehr gehörig; Od. νόστιμον ἦμαρ, der Tag der Heimkehr, an dem Einer in sein Vaterland zurückkehrt, daher die Heimkehr selbst; νόστιμον ἦμαρ ἰδέσϑαι, Od. 8, 466; ὤλετο, 1, 168, u. sonst; – von Personen, wer noch zurückkehren kann oder wird, also noch lebt, gerettet, wohlbehalten, ἔτι νόστιμός ἐστι σὸς πάϊς, Od. 4, 806, vgl. 19, 85. 20, 233; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος πάλιν ἥξει, Aesch. Ag. 604; νόστιμος ἔλϑοις δόμον, Eur. Alc. 1156; auch ἀέλπτως βλέπω νόστιμον φάος, an das homerische νόστιμον ἦμαρ erinnernd, Aesch. Pers. 255; στρατὸς κυρήσει νοστίμου σωτηρίας, 783, wie Ag. 334; ἐπεὶ νόστιμον ναῦς ἐκίνησε πόδα, Eur. Hec. 940. – Daher von Pflanzen, fortkommend, fortgehend, gedeihend, wachsend, σπέρματα, Theophr. u. Sp.; geradezu genießbar, angenehm, was die Gramm. in eigenthümilcher Weise auf νόστος (s. am Schluß) zurückführen; τὸ νόστιμον τῶν καρπῶν, S. Emp. adv. math. 7, 17; σύκου, Plut. Symp. 5, 9; Callim. ruft die Demeter an φέρε δ' ἀγρόϑι νόστιμα πάντα, Cer. 135, reife Alles; auch von Schriften, M. Anton. 2, 15; ὅπερ ἦν νοστιμώτατον ἐν σοί, Luc. Merc. cond. 39, vgl. de luct. 19.
-
3 νοστιμον
-
4 προῦμορ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προῦμορ
-
5 βλικάς
Grammatical information: m.\/f.?Meaning: σὺκου φύλλον H., EM 201, 41, Choeroeb., An. Ox. 2,184,9Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown; most probably a Pre-Gr. wordPage in Frisk: 00Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλικάς
См. также в других словарях:
σύκου — σύ̱κου , σῦκον fruit of the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγόσυκο — το είδος μεγάλου σύκου σε σχήμα αβγού … Dictionary of Greek
αιμώνιος — αἱμώνιος, ον (Α) [αἵμων] (συνήθως για τα σύκα) ο κόκκινος σαν αίμα, αιματόχρωμος στην Πάρο σήμερα αιμωνιό, είδος σύκου με κατακόκκινη σάρκα και κοκκινωπό φλοιό (πιθ. τα «αἱμώνια σῡκα» τού Αθήναιου 3, 76b) … Dictionary of Greek
αραπάκι — το 1. παιδάκι της μαύρης φυλής 2. παιδάκι Αράβων 3. πολύ μελαχρινό παιδάκι 4. είδος μαύρου σταφυλιού ή σύκου … Dictionary of Greek
αϊδανόσυκο — το είδος σύκου … Dictionary of Greek
δαμαρίππεως — ( ω) (Α) είδος σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαρ + ιππεύς, σχηματισμός που οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία] … Dictionary of Greek
κεγχρίς — κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) [κέγχρος] 1. κέρχνη* 2. είδος πτηνού που τρώει σπόρους σύκου 3. κεχρί 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* … Dictionary of Greek
κεγχραμίς — κεγχραμίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ο μικρός σπόρος τού σύκου 2. το κουκούτσι τής ελιάς 3. κάθε λεπτός κόκκος 4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες τα τραχώματα τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς] … Dictionary of Greek
κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… … Dictionary of Greek
κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… … Dictionary of Greek
κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… … Dictionary of Greek