-
1 σύγ-κριτος
σύγ-κριτος, zusammengesetzt; – συγκριτός, vergleichbar, Pol. 12, 23, 7.
-
2 πολυ-σύγ-κριτος
πολυ-σύγ-κριτος, vielfach zusammengesetzt, Gramm.
-
3 ἀ-σύγ-κριτος
ἀ-σύγ-κριτος, 1) unvergleichbar, Plut. Marcell. 17; Dion. 47; Ep. ad. 4 (V, 65). – 2) ungesellig, Plut. u. Sp.
-
4 ἰσο-σύγ-κριτος
ἰσο-σύγ-κριτος, Erkl. von ἀμφήριστος, Schol. Opp. Hal. 1, 90.
-
5 ἰδιο-σύγ-κριτος
ἰδιο-σύγ-κριτος, eigenthümlich zusammengesetzt, Hermes bei Stob. Ecl. phys. 1 p. 938.
-
6 σύγκριτος
σύγ-κριτος, zusammengesetzt; συγκριτός, vergleichbar -
7 ἀσύγκριτος
ἀ-σύγ-κριτος, (1) unvergleichbar. (2) ungesellig -
8 ἰδιοσύγκριτος
-
9 πολυσύγκριτος
πολυ-σύγ-κριτος, vielfach zusammengesetzt, Gramm.
См. также в других словарях:
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek