-
1 σύγκριτος
σύγ-κριτος, zusammengesetzt; συγκριτός, vergleichbar -
2 σύγ-κριτος
σύγ-κριτος, zusammengesetzt; – συγκριτός, vergleichbar, Pol. 12, 23, 7.
См. также в других словарях:
σύγκριτος — compact masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκριτος — ον, Α [συγκρίνω] 1. σχηματισμένος με τη διαδικασία τής σύμπηξης, συμπαγής 2. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί. επίρρ... συγκρίτως Α συγκριτικώς … Dictionary of Greek
συγκρίτως — σύγκριτος compact adverbial σύγκριτος compact masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκριτον — σύγκριτος compact masc/fem acc sg σύγκριτος compact neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρίτου — σύγκριτος compact masc/fem/neut gen sg συγκρίτης judge s assessor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκριτα — σύγκριτος compact neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκριτοι — σύγκριτος compact masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοσύγκριτος — ἰσοσύγκριτος, ον (Α) ο αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σύγκριτος (< συγκρίνω), πρβλ. αραιο σύγκρίτος, ιδιο σύγκριτος] … Dictionary of Greek
πολυσύγκριτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που απαρτίζεται από πολλά τμήματα ή πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύγκριτος (< συγκρίνω «συνδυάζω, συνθέτω»)] … Dictionary of Greek
πυκνοσύγκριτος — ον, Α αυτός που έχει έντονη πήξη στο πεπτικό του σύστημα, δυσκοίλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συγκριτός «συμπαγής» (< συγκρίνω)] … Dictionary of Greek
συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… … Dictionary of Greek