-
1 σωματικος
31) телесный, плотский, физический(ἔργα, ἡδέα Arst.; ῥώμη Polyb.)
2) вещественный, материальный(οὐσία Plat.)
-
2 σωματικός
-
3 σωματικός
σωματικόςof: masc nom sg -
4 σωματικός
σωματικός, leiblich, körperlich, zum Körper gehörig -
5 σωματικός
σωματικός, ή, όν (σῶμα; Aristot. et al.; ins, pap, 4 Macc; Ath. R. 18 p. 70, 32 al.)① pert. to being corporeal as opposed to noncorporeal, bodily, corporeal, σωματικῷ (opp. ἀσώματος Ps.-Pla., Tim. Locr. 96a; Philo, Op. M. 16; 18) εἴδει bodily form i.e. the Holy Spirit descended in some kind of physical shape: ὡς περιστεράν ‘like a pigeon’ Lk 3:22.② pert. to the physical body, body-related, bodily (Aristot. et al.; Herm. Wr. 1, 1; ins, pap, Philo; Jos., Bell. 1, 430; 6, 55 ς. ἕξις) ἡ σωματικὴ γυμνασία 1 Ti 4:8. (σαρκικαὶ καὶ) σωματικαὶ ἐπιθυμίαι D 1:4 cod. (Aristot., EN 7, 7, 1149b, 26 ἐπιθυμίαι καὶ ἡδοναί; 4 Macc 1:32; Ath., R. 18 p. 70, 32).—DELG s.v. σῶμα. M-M. TW. -
6 σωματικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωματικός
-
7 σωματικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωματικός
-
8 σωματικός
-
9 σωματικός
телесный, материальный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωματικός
-
10 σωματικός
[соматнкос] εκ. телесный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σωματικός
-
11 σωματικός
-ή,-όν + A 0-0-0-0-2=2 4 Mc 1,32; 3,1belonging to the body, of the body, corporeal, bodilyCf. HORSLEY 1983, 86; SPICQ 1978a, 866; →TWNT -
12 σωματικός
[соматнкос] επ телесный. -
13 σωματικός
A of or for the body, bodily, opp.ψυχικός, ἔργα Arist.EN 1101b33
; πάθη ib. 1173b9; ἡδοναί ib. 1104b5; τὰ σ. ἡδέα ib. 1152a5; (Istropolis, ii B.C.);ἐργασίαι PFay.21.10
(ii A.D.); (i B.C.), PFlor.51.5 (ii A.D.).2 bodily, corporeal, opp. ἀσώματος, Arist. de An. 404b31, cf. Metaph. 987a4, Ph. 214a12, Ti. [dialect] Locr. 96a; σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου gave somatic application (cf.μελοθεσία 1.1
) to.., Rhetor.in Cat. Cod.Astr.1.143: [comp] Comp.- ώτερος Thphr.CP1.14.3
: [comp] Sup. [suff] σωμᾰτ-ώτατος Id.Sens.37. Adv. - κῶς corporeally, Ph.1.484, Ep.Col.2.9, Plu.2.424e;ἀργυρικῶς ἢ σ. κολασθήσεται OGI664.17
(Egypt, iii A.D.): Astrol. - κῶς, opp. 'in aspect', Ptol.Tetr.52, 132, 147: [comp] Comp.- ώτερον S.E.P.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωματικός
-
14 σωματικός
bedensel, beden -
15 σωματικός
physique -
16 σωματικός
1) cielesny przym.2) fizyczny przym. -
17 σωματικός
1) fyzický2) fyzikální3) tělesný -
18 σωματικός
physicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σωματικός
-
19 σωματικά
σωματικόςof: neut nom /voc /acc plσωματικά̱, σωματικόςof: fem nom /voc /acc dualσωματικά̱, σωματικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 σωματικώτερον
σωματικόςof: adverbial compσωματικόςof: masc acc comp sgσωματικόςof: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
σωματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek
σωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σώμα: Έχει καλή σωματική διάπλαση. – Του έκαναν σωματική έρευνα. – Του προκάλεσαν σωματικές βλάβες. 2. υλικός: Υπέταξε τη σωματική φύση στην πνευματική και ηθική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωματικά — σωματικός of neut nom/voc/acc pl σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc/acc dual σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικώτερον — σωματικός of adverbial comp σωματικός of masc acc comp sg σωματικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικωτέραις — σωματικός of fem dat comp pl σωματικωτέρᾱͅς , σωματικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικωτέρων — σωματικός of fem gen comp pl σωματικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικῶν — σωματικός of fem gen pl σωματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικόν — σωματικός of masc acc sg σωματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικώτατα — σωματικός of adverbial superl σωματικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικώτατον — σωματικός of masc acc superl sg σωματικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)