-
1 σχολαστικός
σχολαστικός, 1) Muße habend, müßig, ohne Beschäftigung; τὸ σχολαστικόν, die Muße; σύλλογοι σχολαστικοί, Versammlungen müßiger Menschen, Arist. pol. 5, 11. – 2) Einer, der seine Muße den Wissenschaften widmet, sich mit den Wissenschaften beschäftigt; Plut. Cic. 5; Arr. Epict. 1, 11, 39. – Bei Sp., wie Hierocles, ein einfältiger Mensch, ein Tropf, wahrscheinlich von der zweiten Bedeutung, ein Mensch mit bloßer Schulweisheit, der sich im Leben nicht zu benehmen weiß, ein Pedant.
-
2 σχολαστικος
-
3 σχολαστικός
σχολαστικόςinclined to ease: masc nom sg -
4 σχολαστικός
σχολαστικός, (1) Muße habend, müßig, ohne Beschäftigung; τὸ σχολαστικόν, die Muße; σύλλογοι σχολαστικοί, Versammlungen müßiger Menschen; (2) einer, der seine Muße den Wissenschaften widmet, sich mit den Wissenschaften beschäftigt; ein einfältiger Mensch, ein Tropf, wahrscheinlich von der zweiten Bedeutung, ein Mensch mit bloßer Schulweisheit, der sich im Leben nicht zu benehmen weiß, ein Pedant -
5 σχολαστικός
A inclined to ease, enjoying leisure,αἱ -κώτεραι πόλεις Arist.Pol. 1322b37
, cf. 1341a28; σύλλογοι ς. lounging parties, ib. 1313b4; τὸ σ. leisure, Id.EN 1177b22.2 Astrol., σ. τόπος = ἀργός 11.4, Vett.Val. 186.3.II devoting one's leisure to learning, learned man, scholar, Thphr. ap. D.L.5.37, Posidon.36 J., CIG 2746 ([place name] Aphrodisias), al., Sammelb. 1921, Plu.Cic.5.3 freq. in bad sense, pedant, learned simpleton, Arr.Epict.1.11.39, M.Ant.1.16, Hierocl.Facet.263, al.III advocate, Phoeb.Fig.3; as an officially recognized legal adviser, OGI 693 (iii A.D.), PSI1.45.2 (V A.D.), PMasp. 2 ii 2,al. (vi A.D.), etc.; ἀπὸ σχολαστικῶν, = ex- σχολαστικός, PLond.5.1701.14 (vi A.D.); esp. public advocate, Lat.defensor civitatis, IGRom.4.765 ([place name] Phrygia);σ. καὶ ἔκδικος BGU1094.1
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχολαστικός
-
6 σχολαστικός
η, ό[ν] 1. схоластический;2. (ο) схоластик -
7 σχολαστικός
-
8 σχολαστικός
[схоластикос] яг. схоластический, педантичный. -
9 σχολαστικός
[схоластикос] ουσ α схоластик, педант. -
10 σχολαστικός
1) meticulous2) pedanticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σχολαστικός
-
11 σχολαστικά
σχολαστικόςinclined to ease: neut nom /voc /acc plσχολαστικά̱, σχολαστικόςinclined to ease: fem nom /voc /acc dualσχολαστικά̱, σχολαστικόςinclined to ease: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 σχολαστικωτέραις
σχολαστικόςinclined to ease: fem dat comp plσχολαστικωτέρᾱͅς, σχολαστικόςinclined to ease: fem dat comp pl (attic) -
13 σχολαστικόν
σχολαστικόςinclined to ease: masc acc sgσχολαστικόςinclined to ease: neut nom /voc /acc sg -
14 σχολαστικοί
σχολαστικόςinclined to ease: masc nom /voc pl -
15 σχολαστικούς
σχολαστικόςinclined to ease: masc acc pl -
16 σχολαστικέ
σχολαστικόςinclined to ease: masc voc sg -
17 σχολαστική
σχολαστικόςinclined to ease: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 σχολαστικήν
σχολαστικόςinclined to ease: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 σχολαστικώτεροι
σχολαστικόςinclined to ease: masc nom /voc comp pl -
20 σχολαστικώτερος
σχολαστικόςinclined to ease: masc nom comp sg
См. также в других словарях:
σχολαστικός — inclined to ease masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 … Dictionary of Greek
σχολαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στις θεολογικές και φιλοσοφικές σχολές του μεσαίωνα καθώς και ο οπαδός των θεωριών τους. 2. αυτός που είναι προσηλωμένος στους τύπους ή στις λεπτομέρειες κάποιου πράγματος σε όλες τις ενέργειές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευλόγιος ο σχολαστικός — Βυζαντινός γραμματικός. Συγγραφέας του έργου Απορίαι και λύσεις, το οποίο αναφέρεται στις δυσκολίες του τυπικού της ελληνικής γλώσσας με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την περίοδο στην οποία έζησε … Dictionary of Greek
Λεόντιος ο Σχολαστικός — (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός νομομαθής, γνωστός και με το παρωνύμιο Μινώταυρος. Ασκούσε το επάγγελμα του σχολαστικού, δηλαδή παρείχε νομικές συμβουλές επ’ αμοιβή. Διακρίθηκε και ως επιγραμματοποιός. Σε αυτόν αποδίδονται είκοσι επιγράμματα, τα οποία … Dictionary of Greek
σχολαστικά — σχολαστικός inclined to ease neut nom/voc/acc pl σχολαστικά̱ , σχολαστικός inclined to ease fem nom/voc/acc dual σχολαστικά̱ , σχολαστικός inclined to ease fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστικωτέραις — σχολαστικός inclined to ease fem dat comp pl σχολαστικωτέρᾱͅς , σχολαστικός inclined to ease fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστικῶν — σχολαστικός inclined to ease fem gen pl σχολαστικός inclined to ease masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστικόν — σχολαστικός inclined to ease masc acc sg σχολαστικός inclined to ease neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστικαῖς — σχολαστικός inclined to ease fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαστικοῖς — σχολαστικός inclined to ease masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)