-
1 σχοινίς
-
2 σχοινίς
-
3 σχοινίς [2]
См. также в других словарях:
σχοινίς — (I) ίδος, ἡ, Α 1. το σχοινί 2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων 3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους 4. σχοινῄς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. σχιν ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α (ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος … Dictionary of Greek
σχοινῖδα — σχοινίς rope fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Схен — (греч. σχοινις) античная мера длины. Египетский схен равен 445,20 м. Древнегреческий схен равен 60 стадиям, или 11098 м … Википедия
Schoenis — SCHOENIS, ĭdos, Gr. Σχοινὶς, ίδος, ein Beynamen der Venus. Lycophr. v. 812. Sie hat den Namen von dem Kraute Schönus, welches, wenn es gekauet wird, zwar wohl die Zähne reiniget, allein auch zur Liebe anreizet. Tzetz. ad eumd. l. c … Gründliches mythologisches Lexikon
σχοίνινος — η, ο / σχοίνινος, ίνη, ον, ΝΑ, και σκοίνινος, η, ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, ίδος, Α [σχοῑνος] νεοελλ. κατασκευασμένος με σχοινί αρχ. κατασκευασμένος από σχοίνους … Dictionary of Greek
σχοινίδων — σχοινί̱δων , σχοινίς rope fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)