-
1 σχοινίου
σχοινίονsmall rope: neut gen sg -
2 σχοινίον
Aσχοῖνος 11
, small rope, cord or thread, Hdt.1.26, 5.85, 86, Ar.Ach.22, etc.; simply, rope, e.g. for mooring a ship, IG22.1611.254 (pl.);ὅστις ἀναρριχᾶται διὰ σχοινίου Gal.6.140
;ἐπὶ σχοινίου περιπατεῖν Arr.Epict.3.12.2
: prov.,τὸ ἐκ τῆς ψάμμου σχοινίον πλέκειν Aristid.2.309
J.; πλεῖς τὴν θάλατταν σχοινίων πωλουμένων; when there are ropes for sale? Antiph. 100, cf. Com.Adesp.296.II metaph., λύειν σχοινίον μεριμνᾶν the cord of cares (which binds one), Pi.Fr. 248.III Com., membrum virile, Ar.V. 1342.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινίον
-
3 δαῖμα
δαῖμα· σπιθαμήν, καὶ τὸ ἔγκωλον τοῦ σχοινίου, στήμονα δὲ (i. e. δίασμα) Ταραντῖνοι, Hsch. [full] δαιμοδία· ἡ τῶν ἀρίστων ἐπιβολή, Id. [full] δαιμοί· οἱ καταδικασθέντες τὰς οὐσίας εἰς βασιλέως, Id. -
4 εἴλημα
A veil, covering, wrapper, [Hdt.] ap.Stob.3.28.18a.II = εἰλεός 1, Hp.Flat.9 (pl., dub.).III Archit., arch spanning intercolumniation, Arch.Anz.19.8 (Milet.), CIG2782.31 ([place name] Aphrodisias).IV vault, cellar, prob. in PLond.ined.1821.387. -
5 πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστό-εκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκοστόεκτος
-
6 σπειράομαι
A to be coiled or folded round,πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3
; πέριξ.. σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457;δράκοντα.. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9
;σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227
: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους.2 metaph.,λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπειράομαι
-
7 σύστρεμμα
A anything twisted up together: hence,1 globe, ball,ἐξ ἐρίου Sor.2.87
; ἐρίου ibid., Orib.Syn.9.55.1;ἐκ σχοινίου Hsch.
s.v. σπεῖον; συστρέμματα round drops of water, Arist.Mu. 394a32.2 body of men, crowd, concourse, Plb.1.45.10, 35.4.14; band, company, Id.4.58.4, LXX 2 Ki.4.2, al.; esp. corps of 1024 lightarmed (= 2 ξεναγίαι), Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5; of ἔφηβοι, IG22.2047 ([etym.] συνστ-), al.: whence [full] συστρεμμᾰτάρχης, ου, ὁ, title of 4 ἔκτακτοι attached to an ἐπίταγμα τῶν ψιλῶν (cf. ἐπιξεναγός), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.6, Ael.Tact.16.4, IG22.3749; and [suff] συστρᾰτηγ-αρχέω, IG22.2127 ([etym.] συνστ-), 2197, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστρεμμα
См. также в других словарях:
σχοινίου — σχοινίον small rope neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
μήρυμα — το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι] νεοελλ. 1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο 2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές αρχ. 1. καθετί το… … Dictionary of Greek
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek
μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
παρεμβόλιση — η ναυτ. η προσθήκη λεπτού σχοινιού μέσα στα ελικοειδή διάκενα που σχηματίζονται μεταξύ τών σπειρών ενός χοντρού σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβολίζω. Η λ., στον λόγιο τ. παρεμβόλισις, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
πλατύδεσμος — ο, Ν ναυτ. είδος επιδέσμου με τον οποίο δένονται δύο χοντρά σχοινιά ή δύο τμήματα τού ίδιου σχοινιού με σκοπό τη μεταξύ τους σύσφιγξη και τη δημιουργία ενός σχοινιού χοντρότερου και μεγαλύτερης αντοχής από τα αρχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * +… … Dictionary of Greek
στροφίδα — η /στροφίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος σχοινιού, στρόφος αρχ. κεφαλόδεσμος ή στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος «είδος σχοινιού» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ραφ ίς)] … Dictionary of Greek
στρόφιο — το / στρόφιον, ΝΑ [στρόφος] νεοελλ. 1. ιατρ. είδος δερματοπάθειας, στρόφαλος 2. ναυτ. πλεκτός δακτύλιος με πολλά λεπτά σχοινιά κατασκευασμένος στην άκρη χοντρού σχοινιού για τη στερέωση τού σχοινιού σε ιστό ή σε δοκό τού πλοίου αρχ. 1. υποκορ.… … Dictionary of Greek