Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σχοινίου

См. также в других словарях:

  • σχοινίου — σχοινίον small rope neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

  • μήρυμα — το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι] νεοελλ. 1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο 2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές αρχ. 1. καθετί το… …   Dictionary of Greek

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβόλιση — η ναυτ. η προσθήκη λεπτού σχοινιού μέσα στα ελικοειδή διάκενα που σχηματίζονται μεταξύ τών σπειρών ενός χοντρού σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβολίζω. Η λ., στον λόγιο τ. παρεμβόλισις, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • πλατύδεσμος — ο, Ν ναυτ. είδος επιδέσμου με τον οποίο δένονται δύο χοντρά σχοινιά ή δύο τμήματα τού ίδιου σχοινιού με σκοπό τη μεταξύ τους σύσφιγξη και τη δημιουργία ενός σχοινιού χοντρότερου και μεγαλύτερης αντοχής από τα αρχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * +… …   Dictionary of Greek

  • στροφίδα — η /στροφίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος σχοινιού, στρόφος αρχ. κεφαλόδεσμος ή στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος «είδος σχοινιού» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ραφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στρόφιο — το / στρόφιον, ΝΑ [στρόφος] νεοελλ. 1. ιατρ. είδος δερματοπάθειας, στρόφαλος 2. ναυτ. πλεκτός δακτύλιος με πολλά λεπτά σχοινιά κατασκευασμένος στην άκρη χοντρού σχοινιού για τη στερέωση τού σχοινιού σε ιστό ή σε δοκό τού πλοίου αρχ. 1. υποκορ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»