-
1 σχοινίζω
σχοινίζω, ein Land nach dem Längenmaaße, σχοῖνος, ausmessen, vermessen, bes. vom eroberten Lande, dah. es unter Ansiedler vertheilen, auch es zur Bestellung Sclaven zuweisen. – Med. σχοινίζομαι, von weichlichen Tänzen, wollüstigen Gebehrden der Pantomimen. S. σχινίζω.
-
2 σχοινίζω
σχοινίζω, ein Land nach dem Längenmaße, σχοῖνος, ausmessen, vermessen, bes. vom eroberten Lande, dah. es unter Ansiedler verteilen, auch es zur Bestellung Sklaven zuweisen; σχοινίζομαι, von weichlichen Tänzen, wollüstigen Gebärden der Pantomimen -
3 παρα-σχοινίζω
παρα-σχοινίζω, durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.
-
4 περι-σχοινίζω
περι-σχοινίζω, mit einem Stricke, Seile, σχοῖνος, umgeben, umbinden, z. B. nach Poll. 8, 124 τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προςίῃ μηδείς, ἀνεπόπτευτος ὤν, vgl. Dem. 25, 23, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ ὅταν ἐν. τῇ βασιλείῳ στοᾷ καϑεζομένη περισχοινίσηται. übh. scheinen die Richter vom Volke durch ein Seil getrennt worden zu sein.
-
5 ἀπο-σχοινίζω
ἀπο-σχοινίζω, abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil, σχοῖνος) absondern, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς δικαίοις, γνώσεσι δικαστηρίων Dem. 25, 28, an die σχοινία μεμιλτωμένα der Volksversammlung erinnernd; übh. absondern, Philo; οὐκ ἀποικοῠν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut. virt. mor. 4.
-
6 διεσχοινισμένα
διά-σχοινίζωperf part mp neut nom /voc /acc plδιεσχοινισμένᾱ, διά-σχοινίζωperf part mp fem nom /voc /acc dualδιεσχοινισμένᾱ, διά-σχοινίζωperf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 διεσχοινισμένας
διεσχοινισμένᾱς, διά-σχοινίζωperf part mp fem acc plδιεσχοινισμένᾱς, διά-σχοινίζωperf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
8 διεσχοινισμένον
διά-σχοινίζωperf part mp masc acc sgδιά-σχοινίζωperf part mp neut nom /voc /acc sg -
9 αποσχοινιζω
отделять с помощью натянутой веревки, перен. отмежевывать, обособлять(ἀπεσχοινισμένος τισί Dem.; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut.)
-
10 διεσχοινισμένη
διά-σχοινίζωperf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 διεσχοινισμένην
διά-σχοινίζωperf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
12 διεσχοινισμένοι
διά-σχοινίζωperf part mp masc nom /voc pl -
13 διεσχοινισμένος
διά-σχοινίζωperf part mp masc nom sg -
14 διεσχοινισμένου
διά-σχοινίζωperf part mp masc /neut gen sg -
15 διεσχοινισμένους
διά-σχοινίζωperf part mp masc acc pl -
16 διεσχοίνισται
διά-σχοινίζωperf ind mp 3rd sg -
17 παρεσχοίνισται
παρά-σχοινίζωperf ind mp 3rd sg -
18 υπεσχοίνισται
-
19 ὑπεσχοίνισται
-
20 ἀποσχοινίζω
ἀπο-σχοινίζω, abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil) absondern; übh. absondern
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διεσχοινισμένα — διά σχοινίζω perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσχοινισμένᾱ , διά σχοινίζω perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσχοινισμένᾱ , διά σχοινίζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισχοινίζω — ΝΑ 1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί 2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί αρχ. 1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε… … Dictionary of Greek
σχοίνισμα — τὸ, ΜΑ τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ) αρχ. 1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο 2. συνεκδ. τμήμα λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ισμα, μέσω αμάρτυρου *σχοινίζω (πρβλ. παρα σχοινίζω:… … Dictionary of Greek
σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
διεσχοινισμένας — διεσχοινισμένᾱς , διά σχοινίζω perf part mp fem acc pl διεσχοινισμένᾱς , διά σχοινίζω perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσχοινισμένον — διά σχοινίζω perf part mp masc acc sg διά σχοινίζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσχοινισμένη — διά σχοινίζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσχοινισμένην — διά σχοινίζω perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσχοινισμένοι — διά σχοινίζω perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσχοινισμένος — διά σχοινίζω perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσχοινισμένου — διά σχοινίζω perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)