-
1 σχιστά
σχιστόςcloven: neut nom /voc /acc plσχιστά̱, σχιστόςcloven: fem nom /voc /acc dualσχιστά̱, σχιστόςcloven: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 σχιστάν
σχιστά̱ν, σχιστόςcloven: fem acc sg (doric aeolic) -
3 σχιστάς
σχιστά̱ς, σχιστόςcloven: fem acc pl -
4 колотый
колот||ый1. прич. от колоть·2. прил κομματιασμένος, κομματιαστός, σπασμένος, σχιστός:\колотый сахар ἡ σχιστή ζάχαρη· \колотыйые дрова τά σχιστά ξύλα· ◊ \колотыйая рана πληγή μέ μυτερό ὅπλο. -
5 открытый
επ. από μτχ.1. ανοιχτός•-ое окно ανοιχτό παράθυρο.
2. απροκάλυπτος•-ая местность ανοιχτό μέρος.
|| ακάλυπτος, απροστάτευτος•открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.
3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.
4. γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός.
|| έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•открытый ворот ανοιχτός γιακάς•
блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.
5. ελεύθερος (εισόδου)•открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•
-ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.
6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•
открытый характер ευθύς χαρακτήρας.
7. του είδους, της μορφής•-ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.
8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.εκφρ.открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•- ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•- ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•- ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•- ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•под -ым небом – στο ύπαιθρο•с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•в -ом поле – στο ύπαιθρο. -
6 στρογγύλος
A round, spherical, opp. πλατύς, Hp.VM22, Art.61, Hdt.2.92, Ar.Nu. 676, 751, 1127, Pl.Phd. 97e, etc.;ἄτομοι -ώταται Epicur.Ep.1p.21U.
; λίθοι ς. pebbles, X.Eq.4.4; ξύλα ς. unsquared logs of timber, opp. σχιστά and πελεκητά, Thphr.HP5.5.6; of the sphere,σ. τὴν ὄψιν Hermipp.4
; of gourds, Epicr.11.25 (anap.).2 curved, τὸ ς., opp. τὸ εὐθύ, Pl.Men. 74d, cf. 75a;σ. καὶ προμήκη σχήματα Id.Ti. 73d
; δίφροι ς. IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); πόλοι, of dowel-pins, ib.22.1675.11; σ. ἀνάτριψις,= ἐγκάρσιος ἀ., Gal.6.93.3 of persons, round, compactly formed, Xenarch. 4.8, cf. Pl.Smp. 189e; so of lions, opp. μακρός, Arist.HA 629b34 ([comp] Comp.); of dogs,σκέλη X.Cyn.4.1
.4 of ships, σ. νῆες round, i.e. merchant-ships, as opp. to the long narrow warships ([etym.] μακραὶ νῆες), Hdt.1.163, cf. Th.2.97;πλοῖον X.HG5.1.21
, D.20.162.b of cups and vessels, Alex.270, Men.30.5 of sail, rounded, full, App.BC4.86.II metaph. of words and expressions, wellrounded, compact, terse,σ. ῥήματα Ar.Ach. 686
;σ. ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr. 234e
, cf. Plu.2.45a;λέξις D.H.Comp.7
fin., Is.3; αὐτοῦ τοῦ στόματος τὸ ς. his compactness, terseness of expression (of Euripides), Ar.Fr. 471. Adv. -λως, συστρέφειν τὰ νοήματα καὶ σ. ἐκφέρειν express neatly and tersely, D.H.Isoc.11; προστιθεὶς τὸ διότι -ώτατα as tersely as possible, Arist.Rh. 1394b33.2 Adv., - λως καὶ Ακωνικῶς βιωσομένους wishing to live closely, i.e. simply, economically, Plu.2.157b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρογγύλος
-
7 κίδαλον
Grammatical information: ?Meaning: κρόμμυον H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: After Grošelj Živa Ant. 2, 209 from σχίζω (s. v.); cf. σχιστά τὰ γράμματα. καὶ τὰ κρόμμυα H. Prob. Pre-Greek ( κιδ-αλ-).Page in Frisk: 1,850Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίδαλον
См. также в других словарях:
σχιστά — σχιστός cloven neut nom/voc/acc pl σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc/acc dual σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστάν — σχιστά̱ν , σχιστός cloven fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστάς — σχιστά̱ς , σχιστός cloven fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 … Dictionary of Greek
ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… … Dictionary of Greek
στοματόποδα — (stomatopoda). Μαλακόστρακα του αθροίσματος των ποδοφθάλμων. Με το όνομα σ. χαρακτηρίζονται αρκετά, μεγάλου μεγέθους μαλακόστρακα τα οποία έχουν πλατύ όστρακο, που αφήνει ακάλυπτες τις τρεις θωρακικές αρθρώσεις. Τα σ. έχουν πέντε ζευγάρια… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek