-
1 Πόλοι
Πόλοςpiuot: masc nom /voc pl -
2 πόλοι
πόλοςpiuot: masc nom /voc pl -
3 ἱερᾱ-πόλοι
ἱερᾱ-πόλοι, οἱ, die oberste priesterliche Würde in einigen griechischen Staaten, z. B. Akarnanien, Inscr.
-
4 порядочно
порядочнонареч1. (честно) τίμια τιμίως, ἐντίμως·2. (много) разг πολόι он съел \порядочно ἔφαγε πολύ· было \порядочно народ·, ἡταν πολύς κόσμος. -
5 ετερώνυμος
-
6 μαγνητικός
η, ό[ν]1) магнитный;μαγνητικοί πόλοι — магнитные полюса;
μαγνητικό πεδίο — магнитное поле;
' μαγνητική θύελλα — магнитная буря;
μαγνητική βελόνη — магнитная стрелка;
μαγνητική απόκλιση — магнитное склонение;
μαγνητικό κύκλωμα — магнитная цепь;
2) перен. магнетический, притягательный;3) перен. гипнотический; магнетический (уст.);μαγνητικ ΰπνος — гипнотический сон
-
7 πολύς
λή, ύ 1.1) многий; большой; долгий; длительный; чаще перев. наречиями много; очень; долго;πολύς κόσμος ( — или λαός) — много народу;
προ πολλού — давно;
πολύ κρύο — очень холодно;
πολύς χρόνος — много времени, долго;
σε περίμενα πολλή ώρα — я долго ждал тебя;
είπε πολλά και διάφορα — он расска- зал много всяких вещей;
πολή σκοτούρα — много хлопот;
πολλά ο νούς του κατεβάζει — он очень находчивый;
2) пресловутый;§ τό πολύ — или τό πολυπολύ — а) самое большее, максимум;
σε μιά βδομάδα το πολύ — максимум, самое большее, за одну неделю; — б) самое худшее (что может быть); — на худой конец;
επί πολύ — надолго;
ως επί το πολύ — или πολύ το πλείστον — обычно, в большинстве случаев;
κατά πολύ — намного;
πολλού γε και δεί — ничего подобного, напротив;
λίγο πολύ — более или менее;
είμαι μέγας και πολύς — быть великим, выдающимся; — быть знаменитым;
2. πλ.:οι πολοί — а) большинство; — б) простой люд, толпа;
§ ουκ εν τω πολλώ το εδ, αλλ' εν τω ευ το πολυ — погов, мал золотник, да дорог
-
8 στρογγύλος
A round, spherical, opp. πλατύς, Hp.VM22, Art.61, Hdt.2.92, Ar.Nu. 676, 751, 1127, Pl.Phd. 97e, etc.;ἄτομοι -ώταται Epicur.Ep.1p.21U.
; λίθοι ς. pebbles, X.Eq.4.4; ξύλα ς. unsquared logs of timber, opp. σχιστά and πελεκητά, Thphr.HP5.5.6; of the sphere,σ. τὴν ὄψιν Hermipp.4
; of gourds, Epicr.11.25 (anap.).2 curved, τὸ ς., opp. τὸ εὐθύ, Pl.Men. 74d, cf. 75a;σ. καὶ προμήκη σχήματα Id.Ti. 73d
; δίφροι ς. IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); πόλοι, of dowel-pins, ib.22.1675.11; σ. ἀνάτριψις,= ἐγκάρσιος ἀ., Gal.6.93.3 of persons, round, compactly formed, Xenarch. 4.8, cf. Pl.Smp. 189e; so of lions, opp. μακρός, Arist.HA 629b34 ([comp] Comp.); of dogs,σκέλη X.Cyn.4.1
.4 of ships, σ. νῆες round, i.e. merchant-ships, as opp. to the long narrow warships ([etym.] μακραὶ νῆες), Hdt.1.163, cf. Th.2.97;πλοῖον X.HG5.1.21
, D.20.162.b of cups and vessels, Alex.270, Men.30.5 of sail, rounded, full, App.BC4.86.II metaph. of words and expressions, wellrounded, compact, terse,σ. ῥήματα Ar.Ach. 686
;σ. ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr. 234e
, cf. Plu.2.45a;λέξις D.H.Comp.7
fin., Is.3; αὐτοῦ τοῦ στόματος τὸ ς. his compactness, terseness of expression (of Euripides), Ar.Fr. 471. Adv. -λως, συστρέφειν τὰ νοήματα καὶ σ. ἐκφέρειν express neatly and tersely, D.H.Isoc.11; προστιθεὶς τὸ διότι -ώτατα as tersely as possible, Arist.Rh. 1394b33.2 Adv., - λως καὶ Ακωνικῶς βιωσομένους wishing to live closely, i.e. simply, economically, Plu.2.157b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρογγύλος
-
9 ἱερᾱπόλοι
ἱερᾱ-πόλοι, οἱ, die oberste priesterliche Würde in einigen griechischen Staaten, z. B. Akarnanien
См. также в других словарях:
πόλοι — Ονομάζονται π. τα σημεία στα οποία μια διάμετρος, κάθετη προς το επίπεδο ενός μεγίστου κύκλου μιας σφαίρας και διερχόμενη από το κέντρο της, συναντά την επιφάνεια της ίδιας σφαίρας. Υπάρχουν έτσι οι π. του Γαλαξία στο γαλαξιακό σύστημα, οι π. της … Dictionary of Greek
Πόλοι — Πόλος piuot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλοι — πόλος piuot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
τουρισμός — Πολύμορφο φαινόμενο, που περιλαμβάνει το σύνολο των μετακινήσεων που γίνονται για μορφωτικούς λόγους ή για αναψυχή και τις πολλαπλές του επιδράσεις στην οικονομία και στο τοπίο των ενδιαφερόμενων περιοχών. Ο τ. απασχόλησε στις πολλαπλές… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
εκλειπτική — Η τροχιά της Γης γύρω από τον Ήλιο, η οποία είναι μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας. Κατά τη διάρκεια της κίνησης της Γης γύρω από τον Ήλιο, ο Ήλιος φαίνεται ότι κινείται στην ουράνια σφαίρα στο ίδιο επίπεδο και κατά την ίδια φορά. Επομένως ως … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
πόλος — ο 1. το κάθε άκρο άξονα γύρω από τον οποίο γυρνά πραγματική ή φανταστική σφαίρα: Πόλοι της Γης. 2. το καθένα από τα άκρα μαγνήτη ή αγωγού: Μαγνητικοί πόλοι. 3. καθετί που είναι σε θέση αντίθετη από κάποιο άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)