-
1 σχετικός
A of or for holding firm, retentive, τινος Plu.2.428d, 725b: abs., ib.952b; stable, permanent,σ. τυπώσεις Stoic.2.229
.III depending on aσχέσις 1.1
, temporary, πυρετός, opp. ἑκτικός, Gal.10.533. Adv. - κῶς as the result of precarious conditions, opp. ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως, Ph.1.129, cf. Sor.1.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχετικός
См. также в других словарях:
σχετίζω — Ν 1. συσχετίζω, συνδέω, αλληλεξαρτώ («δεν μπορείς να σχετίσεις την τωρινή συμπεριφορά του με αυτό που συνέβη μεταξύ σας πριν από δέκα χρόνια») 2. παρομοιάζω, συγκρίνω 3. μέσ. σχετίζομαι α) διατηρώ σχέσεις με κάποιον β) συνδέομαι ερωτικά με… … Dictionary of Greek