-
1 σφήνες
-
2 σφῆνες
-
3 διακρούω
A knock or drive through,ὅταν οἱ σφῆνες διακρουσθῶσιν Thphr.CP2.15.4
; knock off,δεσμά Paus.4.17.1
.2 prove by knocking or ringing, as one does an earthen vessel,δ. εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φθέγγεται Pl.Tht. 179d
, cf. Luc.Par.4:—perh.in a similar sense in IG7.3073.164 (Lebad.).II [voice] Med., drive from oneself, get rid of,τοὺς Ἕλληνας Hdt.7.168
;πρόσοδον [πρέσβεων] D.H.3.3
;μακρὰς στρατηγίας Plu.Nic.6
; evade,διακρούεσθαι τὸ δίκην δοῦναι D.21.128
; (iv A.D.); δ. τινά evade his creditor by delays, of a debtor, D.34.13;δ. τοὺς λοιδοροῦντας Plu.2.70d
;δ. τοὺς κυρίους μὴ καταθεῖναι D.38.12
; soδ. τὸν παρόντα χρόνον Id.19.33
; evade, slur over a difficult question,ψιλῇ παρατηρήσει A.D.Pron.41.8
; evade an argument, Sor.1.58: abs., practise evasions and delays, D.21.186, 201, POxy. 237 viii 10 (ii A.D.):—[voice] Pass., διακρουσθῆναι τῆς τιμωρίας escape from punishment, D.24.132.IV intr., break away, escape, Numen. ap. Eus.PE11.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακρούω
-
4 βλῆτρον
Grammatical information: ν.Meaning: `bolt, plug' (as in Mod. Gr.); only O 678 ξυστὸν κολλητὸν βλήτροισι. Scholars in antiquity were uncertain: τῆς ἁμάξης τροχοί. σφῆνες. ἐμβλήματα. οἱ δε γόμφους καὶ συμβολὰς ἀξόνων H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Connection with βάλλω remains uncertain. - Factitive ptc. βλητρώσας `providing with β.' is explained by Hesychius as ἐμβαλών.Page in Frisk: 1,244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλῆτρον
См. также в других словарях:
σφῆνες — σφήν wedge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
κατασφηνούμαι — κατασφηνοῡμαι, όομαι (Α) προσδένομαι στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηνοῦμαι «στερεώνομαι με σφήνες»] … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
πάσσαλερ — Α (κατά τον Ησύχ.) «σφῆνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης μορφής που συνδέεται με τη λ. πάσσαλος] … Dictionary of Greek
συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ … Dictionary of Greek
σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… … Dictionary of Greek
τύφοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σφῆνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τύφοι (< *θύφοι, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dhubh και συνδέεται με τα: μέσο γερμ. dovel, γερμ. Dobel, αγγλ. dowel «στέλεχος, σφήνα»] … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη … Dictionary of Greek