-
1 σφαγη
ἥ1) тж. pl. заклание, кровавое жертвоприношение Trag., Xen., Plat., Isocr., Dem.2) рана Trag.αἵματος σ. Aesch. — пролитая кровь
3) чаще pl. горло, глотка Aesch., Eur., Thuc., Arst.4) мертвое тело, труп Eur. -
2 σφαγή
-
3 σφαγή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σφαγή
-
4 σφαγή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σφαγή
-
5 σφαγή
заклание (о жертве), убиение, убой.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σφαγή
-
6 σφαγή
[сфагн] οοσ. Θ. убойΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφαγή
-
7 σφαγή
[сфагн] ουσ θ убой. (скота), (μεταφ) бойня, резня. -
8 αυτοχειρ
I- χειρος adj.1) совершенный собственной рукой(θάνατος, σφαγή Eur.; μίασμα Soph.)
2) собственноручно совершающий, виновник(τινός Soph., Isocr., Dem.)
παίσασα αὐ. αὑτήν Soph. — сама нанесшая себе ударII -
9 εφιστημι
ион. ἐπίστημι (fut. ἐπιστήσω, aor. ἐπέστησα - тж. med., pf. ἐφέστηκα; для непереход. знач.: praes. ἐφίσταμαι, fut. ἐπιστήσομαι, aor. 2 ἐπέστην, pf. ἐφέστηκα)1) ставить, устанавливать, класть(τὸν κύλινδρον τῷ τάφῳ Plut.; οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Her.)
2) надстраивать, возводить(τεῖχος τείχει Thuc.; χελώνην ἐπὴ τῇ φρεατίᾳ Xen.)
3) воздвигать(πύργους ἐπὴ τῶν γεφυρῶν Plat.)
ἥ ἐκ μέσου ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arst. — восстановленный из середины (основания) перпендикуляр4) расставлять, размещать(ἱππέας κύκλῳ τὸ σῆμα Her.; ὅρους ἐπὴ τέν οἰκίαν Dem.; τὰς ἱππηγοὺς ἐπί τινι Polyb.)
ἐπιστήσασθαι φρουρούς Xen. — расставить вокруг себя стражу5) приставлять, присоединятьτῷ βίῳ τῷ βεβιωμένῳ τέν μοῖραν ἐπιστήσειν πρέπουσαν Plut. — увенчать прожитую жизнь славным концом;
τέλος ἐπιστήσασθαι Plut. — положить конец6) нагонять, наводить, причинять(λοι μικήν τινα πολέμου διάθεσίν τινι Polyb.; κατάπληξίν τινι Diod.)
7) ставить (во главе), назначать(λοχαγούς Xen., δεσπότας καὴ ἄρχοντάς τινι, στρατηγὸν στρατοπέδῳ Plat. τινὰ ἐπὴ συμμάχων Polyb.; τινὰ ποιεῖν τι Arst.)
ἐ. τινὰ τέλει τινί Aesch. — возложить на кого-л. что-л.;ἐ. τινὰ ἐπιμελεῖσθαί τινος Isocr. — возложить на кого-л. заботу о чем-л.;ἐ. τινὰ τοῖς πράγμασι Isocr. — поставить кого-л. во главе дел;ἐπισταθεὴς τῇ περὴ τὸ σιτικὸν οἰκονομίᾳ Plut. — уполномоченный ведать продовольственным снабжением8) приставлять, назначать(ἐπὴ τοῖς παισὴ παιδαγωγοὺς θεράποντας Xen. и τοῖς παισὴ διδασκάλους Aeschin.; τινὰ φύλακά τινι Aesch., Plat., Plut.; κύνα ἐπὴ ποίμνην φυλάττειν Dem.)
9) (тж. ἐ. τέν γνώμην Isocr., τέν διάνοιαν Arst. и τὸν νοῦν Diod.) обращаться мыслью, уделять внимание, размышлять(κατά τι Isocr., περί τινος и περί τι Arst. и τινί Arst., Diod.)
10) останавливать, задерживать(τὸ στράτευμα Xen.; τέν ὁδόν Diod.; τέν φυγήν Plut.)
τὸν λόγον ἐπιστήσας Plut. — прервав свою речь;ἐ. τινὰ ἐπί τι Polyb. — останавливать чьё-л. внимание на чем-л.11) устанавливать, вводить(τὸν νόμον Arst.)
ἐ. τινὴ ἀγῶνα ἱππικόν Her. — учредить в честь кого-л. конные состязания12) устраивать, замышлятьἐφεστὼς σφαγῇ Eur. — задумавший убийство
(δίφρῳ, βηλῷ ἐπὴ λιθέῳ Hom.; πετρίνοις βάθροις Eur.; ἐπὴ τὰς σχεδίας Polyb.)
πυκνοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Hom. — (данайцы) стояли сомкнутым строем (ср. 14);τὸ τοῦ γάλακτος ἐπιστάμενον Her. — верхний слой (отстоявшегося) молока, молочные сливки14) стоять сзади, т.е. напирать, теснить(Ἀχαιοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Hom. - ср. 13)
15) подходить, приближаться, aor. и pf. подойти, (рядом, вблизи) стоять, находиться(πύλαις Aesch.; δόμοις Eur.; ἐπὴ τὰς πύλας и ἐπὴ τῇ πόλι Her.; ἐπὴ τοῖς προθύροις Plat.; εἰς τοὺς ὄχλους Isocr.; τῇ οἰκίᾳ τινός NT.)
ὅ καιρὸς ἐφέστηκε NT. — время настало16) публично выступать(ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος Aeschin.)
17) приступать(ἐπί τι Dem.)
18) останавливаться(ἐπιστήσας εἶπε Xen.)
ἐπορεύετο ἄλλοτε καὴ ἄλλοτε ἐφιστάμενος Xen. — он продвигался, делая от времени до времени остановки;περὴ οὖ ὅ λόγος ἐφέστηκε Arst. — то, на чем остановилось (наше) рассуждение;βραχὺ προπλεύσας ἐπέστη Polyb. — немного проплыв, он остановился;ἐπιστῆναι ἐπὴ τὰς θύρας Plat. — остановиться в дверях;τῶν νεῶν τινες ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ Thuc. — некоторые из кораблей задержали свой ход;μικρὸν ἐπιστὰς ἀποθνήσκει Luc. — спустя короткое время, он умирает19) быть приставленным для охраны или наблюдения, стоять во главе(χρημάτων Eur.; προβατίοις Arph.; ἐπὴ τῆς πολιτείας Dem.)
οἱ ἐπεστεῶτες Her., ἐφεστηκότες Xen., Dem. и ἐφεστῶτες Arst. — начальники, власти20) являться, приключатьсяεὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. — спящему (Крезу) приснился сон;
πρίν μοι τύχη τοιάδε ἐπέστη Soph. — прежде чем со мной приключилось это событие -
10 λαιμορυτος
-
11 4967
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4967
См. также в других словарях:
σφαγή — slaughter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… … Dictionary of Greek
σφαγή — η 1. κόψιμο του λαιμού, σφάξιμο. 2. αιματοχυσία, ομαδικοί φόνοι: Η σφαγή του άμαχου πληθυσμού προκάλεσε την αγανάκτηση όλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαγῇ — σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγῆι , σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… … Dictionary of Greek
σφαγῆ — σφαγεύς slayer masc nom/voc/acc dual σφαγεύς slayer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγῆι — σφαγῇ , σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγῇ , σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖς — σφαγή slaughter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖσι — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖσιν — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαί — σφαγή slaughter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)