-
1 σφυγμος
ὅ1) пульсация крови, пульс Arst., Plut.2) колебание земли, подземные толчки Arst., Plut.3) волнение, страсть Plut. -
2 σφυγμός
-
3 σφυγμός
[сфигмос] ουσ α пульс, пульсация. -
4 σφυξις
-
5 πυκνος
πυκνός, ΠυκνόςIII31) плотный, толстый(χλαῖνα Hom.)
2) крепкий, твердый(ὀστοῦν Plat.)
3) частый, густой(σταυροί, θάμνοι Hom.; δένδρα Xen.)
τοξεύματα πολλὰ καὴ πυκνά Her. — туча стрел;πυκνέ θρίξ Xen. и πυκναὴ τρίχες Plat. — густые волосы;πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς Aesch. — (Аргус), глядящий множеством глаз4) частый, учащенный(σφυγμός Plut.)
τοῖς ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. — поминутно перебрасываться вопросами5) перен. сильный, тяжелый(ἄχος, ἄτη Hom.)
6) умный, тонкий(μήδεα Hom.; διάνοια Plat.)
-
6 Πυκνος...
Πυκνός...πυκνός, ΠυκνόςIII31) плотный, толстый(χλαῖνα Hom.)
2) крепкий, твердый(ὀστοῦν Plat.)
3) частый, густой(σταυροί, θάμνοι Hom.; δένδρα Xen.)
τοξεύματα πολλὰ καὴ πυκνά Her. — туча стрел;πυκνέ θρίξ Xen. и πυκναὴ τρίχες Plat. — густые волосы;πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς Aesch. — (Аргус), глядящий множеством глаз4) частый, учащенный(σφυγμός Plut.)
τοῖς ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. — поминутно перебрасываться вопросами5) перен. сильный, тяжелый(ἄχος, ἄτη Hom.)
6) умный, тонкий(μήδεα Hom.; διάνοια Plat.)
-
7 άτακτος
η, ο [ος, ον ] 1.1) беспорядочный, неупорядочен- ный; хаотичный;τρέπω σε άτακτη φυγή — обратить в беспорядочное бегство;
2) нерегулярный;άτακτα σώματα — или άτακτοι — воен, нерегулярные части;
άτακτος σφυγμός — неровный пульс;
3) беспорядочный, неустроенный;άτακτος βίος — беспорядочная, ненормальная жизнь;
4) непослушный, недисциплинированный; шаловливый; баловной (прост.);5) неаккуратный; 2. (ο) шалун, проказник, баловник -
8 διαλείπω
-
9 ετερόχρονος
ος, ον неритмичный;ετερόχρονος σφυγμός мед. — аритмия
-
10 πλήρης
ης, ήρες1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;
λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);
2) полный, целый, весь;πλήρης συλλογή — полный комплект;
πλήρης κατάστασις — полный список;
άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;
3) полный, абсолютный; совершённый;πλήρης αλήθεια — совершенная правда;
πλήρης επιτυχία — полный успех;
πλήρης υγείας — совсем здоровый;
πλήρης θάρρους — очень смелый;
πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;
§ πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;
πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;
εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;
εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;
εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;
εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания
См. также в других словарях:
σφυγμός — throbbing of inflamed parts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυγμός — ο, ΝΜΑ [σφύζω] ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.) νεοελλ. 1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία… … Dictionary of Greek
σφυγμός — ο 1. ρυθμική κίνηση των τοιχωμάτων των αρτηριών που προκαλείται από τις συστολές της καρδιάς: Διαπιστώθηκε πως ο σφυγμός του ήταν φυσιολογικός. 2. αδύνατο σημείο, ευαίσθητη χορδή κάποιου: Του βρήκε το σφυγμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυγμός αρτηριακός — (Ιατρ.). Οι παλμοί των αρτηριακών τοιχωμάτων κάτω από την πίεση του συστολικού κύματος του αίματος. Οι παλμοί αυτοί γίνονται με την ψηλάφηση μιας αρτηρίας, κυρίως της κερκιδικής, που είναι αρκετά επιφανειακή στο ύψος του καρπού. Ο αρτηριακός… … Dictionary of Greek
σφυγμοῖν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυγμοῖς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυγμοῖσι — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυγμοῖσιν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυγμοί — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυγμοῦ — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυγμούς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)