-
1 πνυξ
gen. πυκνός, поздн. πνυκός ἥ народное собрание Arph. -
2 Πνυξ
gen. Πυκνός, поздн. Luc., Plut. Πνυκός ἥ Пникс или Пикн (холм в Афинах, к зап. от Акрополя, место народных собраний) Arph., Thuc., Dem., Plat. etc. -
3 πυκνος
πυκνός, ΠυκνόςIII31) плотный, толстый(χλαῖνα Hom.)
2) крепкий, твердый(ὀστοῦν Plat.)
3) частый, густой(σταυροί, θάμνοι Hom.; δένδρα Xen.)
τοξεύματα πολλὰ καὴ πυκνά Her. — туча стрел;πυκνέ θρίξ Xen. и πυκναὴ τρίχες Plat. — густые волосы;πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς Aesch. — (Аргус), глядящий множеством глаз4) частый, учащенный(σφυγμός Plut.)
τοῖς ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. — поминутно перебрасываться вопросами5) перен. сильный, тяжелый(ἄχος, ἄτη Hom.)
6) умный, тонкий(μήδεα Hom.; διάνοια Plat.)
-
4 Πυκνος...
Πυκνός...πυκνός, ΠυκνόςIII31) плотный, толстый(χλαῖνα Hom.)
2) крепкий, твердый(ὀστοῦν Plat.)
3) частый, густой(σταυροί, θάμνοι Hom.; δένδρα Xen.)
τοξεύματα πολλὰ καὴ πυκνά Her. — туча стрел;πυκνέ θρίξ Xen. и πυκναὴ τρίχες Plat. — густые волосы;πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς Aesch. — (Аргус), глядящий множеством глаз4) частый, учащенный(σφυγμός Plut.)
τοῖς ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. — поминутно перебрасываться вопросами5) перен. сильный, тяжелый(ἄχος, ἄτη Hom.)
6) умный, тонкий(μήδεα Hom.; διάνοια Plat.)
-
5 Πυκνα
См. также в других словарях:
πνύξ — the Pnyx masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πνύξ — κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται… … Dictionary of Greek
πυκνί — πνύξ the Pnyx masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνῶν — πνύξ the Pnyx masc gen pl πυκνάζω to be frequent fut part act masc voc sg πυκνάζω to be frequent fut part act neut nom/voc/acc sg πυκνάζω to be frequent fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πυκνός close fem gen pl πυκνός close masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — πνύξ the Pnyx masc gen sg πυκνός close masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξίν — πνύξ the Pnyx masc dat pl (epic) πυξίς box of box wood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύκνα — πνύξ the Pnyx masc acc sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύκνας — πνύξ the Pnyx masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пникс — Координаты: 37°58′18″ с. ш. 23°43′10″ в. д. / 37.971667° с. ш. 23.719444° в. д. … Википедия
Πυκναία — ἡ, Α η Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός + κατάλ. αία (βλ. λ. Πνύξ)] … Dictionary of Greek
πυκνίτης — ὁ, θηλ. πυκνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα 2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ.… … Dictionary of Greek