-
1 σφρῖγος
-
2 σφρῖγος
-
3 σφρίγος
το сила, живость, энергия, бодрость; пылкость, страстность;νεανικόν σφρίγος — юношеская страсть
-
4 σφρίγος
[сфригос] ουσ ο сила, крепость. -
5 σφρίγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφρίγος
-
6 σφρίγος
entrain -
7 σφρίγος
werwa (f) rzecz. -
8 σφρίγος
elán -
9 σφρίγος
pepΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σφρίγος
-
10 σφρίγει
σφρίγοςfull strength: neut nom /voc /acc dual (attic epic)σφρίγεϊ, σφρίγοςfull strength: neut dat sg (epic ionic)σφρίγοςfull strength: neut dat sgσφριγάωto be full to bursting: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)σφριγάωto be full to bursting: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
11 φρῖγος
-
12 σφριγών
σφρίγοςfull strength: neut gen pl (attic epic doric)σφριγάωto be full to bursting: pres part act masc voc sgσφριγάωto be full to bursting: pres part act neut nom /voc /acc sgσφριγάωto be full to bursting: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) -
13 σφριγῶν
σφρίγοςfull strength: neut gen pl (attic epic doric)σφριγάωto be full to bursting: pres part act masc voc sgσφριγάωto be full to bursting: pres part act neut nom /voc /acc sgσφριγάωto be full to bursting: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) -
14 σφρῐγάω
Grammatical information: v.Meaning: `to teem, to be full unto bursting', of women's breasts and udders, `to brim with vitality and lust', of men, animals and plants (Hp., A. Pr. 382, E., Pl.).Other forms: only pres.stem, esp. ptc.Derivatives: Backformation σφρίγος n. `power, strength' (Hermipp.), - ώδης `teeming' (Orib.), - ανός `teeming, swelling' (Theoc. 11, 21 v. l., Hp. ap. Tim. Lex., Poll., sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Intensive formation in - άω (Schwyzer 719) of popular character, which makes the search for a direct etymology a difficult enterprise. An "evident" (Persson Beitr. 2. 871 n. 2) connection with Norw. dial. sprikja, Swed. dial. sprika `unyoke, spread out, split apart etc.' in Bugge KZ 20, 40 (also in Bq, WP. 2, 683f., Pok. 1001). -- Unclear σφριαί ἀπειλαί, ὀργαί H. If this belongs here, prob. loss of the γ; cf. Hiersche Ten. asp. 200 n. 50 w. lit. -- Furnée 175 compares Celtic *brīgos `power, courage, liveliness' (It. brio REW 1297); beside σφριαί he adduces 168 βρι, βριάω, 247 βριμάω, 375 ὄβριμος, βρῑμός; the word would be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,834Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφρῐγάω
См. также в других словарях:
σφρίγος — το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. εος Α ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. σφριγῶ] … Dictionary of Greek
σφρίγος — το ους, ακμή σωματικών δυνάμεων: Είναι γεμάτος νεανικό σφρίγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφρίγει — σφρίγος full strength neut nom/voc/acc dual (attic epic) σφρίγεϊ , σφρίγος full strength neut dat sg (epic ionic) σφρίγος full strength neut dat sg σφριγάω to be full to bursting pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) σφριγάω to be full to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφριγῶν — σφρίγος full strength neut gen pl (attic epic doric) σφριγάω to be full to bursting pres part act masc voc sg σφριγάω to be full to bursting pres part act neut nom/voc/acc sg σφριγάω to be full to bursting pres part act masc nom sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σφριγηλός — ή, ό, Ν αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek