-
1 σφοδρότης
σφοδρότης, ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.
-
2 σφοδροτης
-
3 σφοδρότης
σφοδρότηςvehemence: fem nom sg -
4 σφοδρότης
σφοδρότης, ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden -
5 σφοδρότης
A vehemence, violence, Id.HG7.2.23, Pl.Plt. 306e; ἡ σ. δὲ θηρός is the quality of a beast, Alex.245.12; ἡ τοῦ πυρετοῦ ς. Gal.16.534: in pl., Pl.Lg. 733b;πάγων σφοδρότητες Thphr.CP5.12.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφοδρότης
-
6 σφοδροτήτων
σφοδρότηςvehemence: fem gen pl -
7 σφοδρότησι
σφοδρότηςvehemence: fem dat pl -
8 σφοδρότησιν
σφοδρότηςvehemence: fem dat pl -
9 σφοδρότητα
σφοδρότηςvehemence: fem acc sg -
10 σφοδρότητας
σφοδρότηςvehemence: fem acc pl -
11 σφοδρότητες
σφοδρότηςvehemence: fem nom /voc pl -
12 σφοδρότητι
σφοδρότηςvehemence: fem dat sg -
13 σφοδρότητος
σφοδρότηςvehemence: fem gen sg -
14 θήρ
A beast of prey, esp. a lion (so used in Cephallenia, Sch. Il.15.324), Il.15.586, etc.; ὁ Νέμειος θ. E.HF 153: coupled with λέων, ib. 465, Epimenid.2: with λέαινα, AP14.63.4 (Mesom.); of the wild boar, Ἐρυμάνθιος θ. S.Tr. 1097; of Cerberus, Id.OC 1569 (lyr.); ὁ θ., of a hind, Id.El. 572: pl., generally, beasts, opp. birds and fishes,ἠέ που ἐν πόντῳ φάγον ἰσθύες, ἢ ἐπὶ χέρσου θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσιν ἕλωρ γένετ' Od.24.291
; ;ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς ἄνω S.Fr.941.12
;ἐν ἄγρῃ θηρῶν Hdt. 3.129
;ἄφοβοι θῆρες S.Aj. 366
: metaph., θῆρες ξιφήρεις, of Orestes and Pylades, E.Or. 1272, cf. Ph. 1296 (lyr.); ἡ σφοδρότης.. θηρός (sc. Ἔρωτος) Alex.245.12: prov.,ἔγνω θὴρ θῆρα Arist.Rh. 1371b16
.2 of any living creature, πλωτοὶ θῆρες, i.e. dolphins, Arion 1.5; of vermin killed by birds, Ar.Av. 1064 (lyr.); of gnats, AP5.150 (Mel.); of the sacred animals in Egypt,ἀρχιστολιστὴς θηρῶν Sammelb.4011.4
.3 any fabulous monster, as the Sphinx, A.Th. 558 codd.; esp. of a centaur, S.Tr. 556, 568 (cf. φήρ); of Satyrs, E.Cyc. 624; οὐ θεῶν τις οὐδ' ἄνθρωπος οὐδὲ θ. A.Eu.70.—Less freq. than θηρίον in Prose, but found in Hdt. l.c. (v.l. θηρίων), X.Cyr.4.6.4, Pl.R. 559d, Sph. 235a, Ael. l.c., etc.;ἄγριοι θῆρες Arist.EE 1229a25
. (I.-E. ĝh[uglide]ēr-, cf. φήρ, Lith. žvėrìs 'wild beast'.) -
15 σφόδρα
A very much, exceedingly:I with Verbs, ἐμήδιζον γὰρ ς. Hdt.9.17;σ. ἱμείρουσα S. El. 1053
; καὶ σ. πείθει persuades them too well, Id.Aj. 150 (anap.); σ. λέγειν with vehemence, Antipho 6.15; σ. κολάζειν severely, Th.3.46; σ. ὁρίσασθαι exactly, Pl.Phdr. 263d, cf. Phlb. 58d, Phd. 68a, 73a; σ. χαίρω I am exceedingly glad, POxy.41.17 (iii/iv A.D.).2 with Adjs., σ. ὑπέρτεροι far superior, Pi.N.4.37; μισόδημον ς. Ar.Fr. 108;σ. ἄδικος Pl.R. 361a
; ἁλμυρὸν ς. Arist.Mete. 359a13; κακοδαίμων ς. Antiph.56;σ. γενναῖος Men.223.14
; πολλοῦ ς. at a very high price, very dear, Id.197; πολλοὶ ς. Bato 7.1;ἐνιαυτοὺς σ. ὀλίγους Men.481.6
; χαρὰ μεγάλη ς. Ev.Matt.2.10:—with Adjs. it most freq. follows, and in Com. Poets it usu. stands at the end of the verse.3 with a Subst.,τὴν σ. φιλίαν Pl.Lg. 731e
; τινῶν σ. γυναικῶν very womanish women, ib. 639b; τῆς σ. προθυμίας ib. 952c;τῆς σ. μανίας Id.Phdr. 251a
;ἐν τοῖς σ. ψύχεσιν Arist.HA 599a19
.4 with other Advbs., ἐπάταξε πῶς οἴει ς. Ar.Ra.54; θαυμαστῶς ὡς σ., ἀμηχάνως ὡς ς., Pl.R. 331a, Phdr. 263d; μάλα ς. Id.Alc.1.124d; πάνυ ς. Ar.Pl.25, 745;σ. πάνυ Aeschin.2.36
; πάνυ καὶ ς. Pl.Lg. 627a; οὐ ς. not very much, Hp.Aër.15, Antiph.204.11, Pl.Phd. 100a;οὕτω σ. ἦν ἀρχαῖος Antiph.273
;οὕτω σ. ἐστὶ.. Βοιώτιος Eub.39
. -
16 ἀφέλεια
A simplicity, Hp.Decent.3, Antiph.163.8;περὶ τὴν δίαιταν Plb.6.48.3
; of style, Ath.15.693f, Hermog.Id.1.1, al.; opp. σφοδρότης, ib.II; of terminology, Gal.10.269.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφέλεια
См. также в других словарях:
σφοδρότης — vehemence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδροτήτων — σφοδρότης vehemence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότησι — σφοδρότης vehemence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότησιν — σφοδρότης vehemence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητα — σφοδρότης vehemence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητας — σφοδρότης vehemence fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητες — σφοδρότης vehemence fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητι — σφοδρότης vehemence fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητος — σφοδρότης vehemence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητα — η / σφοδρότης, ητος, ΝΜΑ [σφοδρός] η ιδιότητα τού σφοδρού, μεγάλη ένταση, ορμητικότητα, βιαιότητα (α. «η σφοδρότητα τής τρικυμίας» β. «ο στρατός μας επιτέθηκε με εξαιρετική σφοδρότητα» γ. «τὴν σφοδρότητα τῆς ἐφόδου», Ξεν. δ. «πάγων σφοδρότητες»,… … Dictionary of Greek
ՈՒԺԳՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. ἱσχύς fortitudo, robur κράτος vis, potentia σφοδρότης vehementia δραστήριον efficacitas πόνος, εὑτονία intensio, tonus, tenor. Սաստկութիւն. ոյժ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)