Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφοδρότης

См. также в других словарях:

  • σφοδρότης — vehemence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδροτήτων — σφοδρότης vehemence fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότησι — σφοδρότης vehemence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότησιν — σφοδρότης vehemence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότητα — σφοδρότης vehemence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότητας — σφοδρότης vehemence fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότητες — σφοδρότης vehemence fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότητι — σφοδρότης vehemence fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότητος — σφοδρότης vehemence fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρότητα — η / σφοδρότης, ητος, ΝΜΑ [σφοδρός] η ιδιότητα τού σφοδρού, μεγάλη ένταση, ορμητικότητα, βιαιότητα (α. «η σφοδρότητα τής τρικυμίας» β. «ο στρατός μας επιτέθηκε με εξαιρετική σφοδρότητα» γ. «τὴν σφοδρότητα τῆς ἐφόδου», Ξεν. δ. «πάγων σφοδρότητες»,… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒԺԳՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. ἱσχύς fortitudo, robur κράτος vis, potentia σφοδρότης vehementia δραστήριον efficacitas πόνος, εὑτονία intensio, tonus, tenor. Սաստկութիւն. ոյժ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»