Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σφηνόπους

См. также в других словарях:

  • σφηνόπους — ουν, Α αυτός που έχει πόδια που μοιάζουν με σφήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, ηνός «σφήνα» + πους «πόδι»] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • σφάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον κλινίδιον» β) «ἐν σφανίῳ ἐν κλιναρίῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού συνθ. σφηνόπους* < σφήν, ηνός* (πιθ. δωρ. τ. τού αμάρτυρου σφήνιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»