-
1 παρασφήνιον
παρα-σφήνιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασφήνιον
-
2 σφάνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάνιον
См. также в других словарях:
σφάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον κλινίδιον» β) «ἐν σφανίῳ ἐν κλιναρίῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού συνθ. σφηνόπους* < σφήν, ηνός* (πιθ. δωρ. τ. τού αμάρτυρου σφήνιον)] … Dictionary of Greek