-
1 σφηκώδες
-
2 σφηκῶδες
-
3 σφηκώδης
σφηκ-ώδης, ες,II στίχος ς. a wasp-like verse, with a time wanting in the middle, Sch.Heph.p.168 W., Sch.Od.10.60; soσφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές Eust.641.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφηκώδης
См. также в других словарях:
σφηκῶδες — σφηκώδης wasplike masc/fem voc sg σφηκώδης wasplike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκώδης — ῶδες, ΜΑ [σφήξ, ηκός] 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα 3. φρ. «στίχος σφηκώδης» (μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ… … Dictionary of Greek