Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σφαγίων

См. также в других словарях:

  • σφαγίων — σφάγιον victim neut gen pl σφάγιος slaying fem gen pl σφάγιος slaying masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάγιο — το / σφάγιον, ΝΜΑ, και σφαγιό Ν [σφαγή] ζώο ή πρόσωπο που προορίζεται για θυσία στους θεούς νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σφαγμένο ζώο που έχει αφαιμαχθεί, εκδαρεί και εκσπλαγχνιστεί και το οποίο προορίζεται για κατανάλωση τού ανθρώπου 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • καπνομαντεία — Μορφή μαντείας κατά την αρχαιότητα. Βασιζόταν στη δοξασία ότι η ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται ο καπνός των σφαγίων της θυσίας, το χρώμα του, ο αριθμός των τολυπών του και η διεύθυνσή του αποτελούσαν συμβολικά σημάδια της θέλησης των θεών.… …   Dictionary of Greek

  • άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν …   Dictionary of Greek

  • άμνιο — Εμβρυϊκή μεμβράνη των ερπετών, των πτηνών και των θηλαστικών. Το έμβρυο στα σπονδυλωτά αυτά αναπτύσσεται μέσα σε έναν σάκο που είναι γεμάτος με υγρό. Τα τοιχώματά του έχουν δύο στρώσεις από επιθήλιο με μεσόδερμα και κοιλωματικό χώρο μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

  • ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… …   Dictionary of Greek

  • αιματίς — αἱματίς ( ίδος), η (Α) [αἷμα] μσν. 1. τα ευτελέστερα κρέατα τών σφαγίων, οι λαπάδες (ίσως όμως και το αίμα που έμενε σε κακοψημένο κρέας) 2. το αίμα που πλημμυρίζει το ασπράδι τού ματιού ύστερα από ρήξη αγγείου αρχ. αιματόχρωμο ένδυμα, πορφυρός… …   Dictionary of Greek

  • αιμοκρισία — η μαντεία που συντελείται με την εξέταση τού αίματος, αιματομαντεία τών σφαγίων …   Dictionary of Greek

  • ακρωνάρια — ἀκρωνάρια, τα (Μ) τμήματα κρέατος που αφαιρούνται κατά μήκος από τα πόδια των ζώων, ιδιαίτερα των σφαγίων, σκελίδες (πρβλ. ἀκροκώλια). [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθυντ. τής λ. ἀκρωνάριον, τό, υποκ. τού ουσ. ἄκρων*] …   Dictionary of Greek

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • εμπυροσκοπία — η μαντεία που στηρίζεται στην παρατήρηση καιόμενων σφαγίων, φύλλων ή καρπών, η εμπυρομαντεία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»