Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σφέτερος

См. также в других словарях:

  • σφέτερος — their own masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… …   Dictionary of Greek

  • σφετέρω — σφέτερος their own masc/neut nom/voc/acc dual σφέτερος their own masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρων — σφέτερος their own fem gen pl σφέτερος their own masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρως — σφέτερος their own adverbial σφέτερος their own masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφέτερον — σφέτερος their own masc acc sg σφέτερος their own neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέραιν — σφέτερος their own fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέραις — σφέτερος their own fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέραισιν — σφέτερος their own fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρη — σφέτερος their own fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρην — σφέτερος their own fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»