Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σφέλας

См. также в других словарях:

  • σφέλας — footstool neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφέλας — τὸ, Α 1. καθετί που μπαίνει κάτω από τα πόδια κάποιου, υποπόδιο 2. η βάση αγάλματος 3. κοίλο τεμάχιο ξύλου που χρησίμευε ως θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. ας (πρβλ. δέμ ας). Η σημ. τής λ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να… …   Dictionary of Greek

  • σφέλα — σφέλας footstool neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφελίσκον — τὸ, και σφελίσκος, ὁ, Α [σφέλας] υποκορ. τού σφέλας …   Dictionary of Greek

  • φειδώλιον — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «δίφρος, σφέλας, χόρτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδωλός. Η σύνδεση τού τ. με την οικογένεια τού φείδομαι δικαιολογείται πιθ. μέσω μιας σημ. «αυτός που φροντίζει, εξασφαλίζει ανάπαυση, ξεκούραση», όσον αφορά τη σημ. «δίφρος,… …   Dictionary of Greek

  • полица — посудная полка на стене , полка, укр. полиця, блр. полiца, др. русск., цслав. полица, болг. полица полка, карниз , сербохорв. по̀лица стенная планка , словен. роliса доска в стене, отвал плуга , чеш. роliсе, слвц., польск. роliса, в. луж. роlса,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • επισφελίτης — ἐπισφελίτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» …   Dictionary of Greek

  • (s)p(h)el-1 —     (s)p(h)el 1     English meaning: to split, cut off, tear off; board     Deutsche Übersetzung: ‘spalten, abspalten, absplittern, abreißen”     Material: O.Ind. sphaṭati (Dhütup.) “reißt, springt auf”, sphaṭita “gesprungen, zerfetzt”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»